Ακραία φτώχεια για 4,6 εκατ. Ιταλούς

Ακραία φτώχεια για 4,6 εκατ. Ιταλούς

Τα νούμερα στη χώρα μειωνόταν πριν τον κοροναϊό

Ο αριθμός των ιταλικών οικογενειών που ζουν στην απόλυτη φτώχεια μειώθηκε το 2019 ύστερα από τέσσερα συνεχή έτη αύξησης, αν και συνεχίζει να υπάρχει σημαντικό πρόβλημα για τον λιγότερο ανεπτυγμένο Νότο, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοινώθηκαν σήμερα.

Περίπου 4,6 εκατ. άνθρωποι, ή το 7,7% του πληθυσμού, ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, δηλαδή δεν μπορούν να προμηθευθούν προϊόντα και υπηρεσίες που είναι απαραίτητα για να αποφύγουν σοβαρές μορφές κοινωνικού αποκλεισμού, σύμφωνα με στοιχεία της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας ISTAT.

Σε επίπεδο νοικοκυριών, ο αριθμός αυτός διαμορφώθηκε σε 1,7 εκατ., οριακά χαμηλότερα από το 1,8 εκατ. το 2018.

Περίπου ένα εκατ. οικογένειες επωφελήθηκαν από το πρόγραμμα 'εισόδημα πολιτών' για τους φτωχούς που υποστήριξε το κυβερνών αντισυστημικό Κίνημα των 5 Αστέρων. Η ISTAT ανέφερε το 2019 ότι οι φτωχοί αύξησαν τις δαπάνες τους ύστερα από την προνοιακή μεταρρύθμιση.

Ωστόσο, η κρίση της COVID-19 θα έχει αναπόφευκτο αντίκτυπο στη φτώχεια το 2020. Η επιδημία γονάτισε την Ιταλία, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να επιβάλει πανεθνικό lockdown για να περιορίσει τους κρούσματα.

Η Τράπεζα της Ιταλίας έχει ανακοινώσει ότι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης θα συρρικνωθεί κατά 9,2% το 2020, προβλέποντας μερική ανάκαμψη την επόμενη χρονιά.

Τον Μάιο, ύστερα από δύο μήνες αυστηρών περιορισμών, η κυβέρνηση ενέκρινε μέτρα σε επίπεδο δαπανών για να βοηθήσει τις οικογένειες και τις εταιρίες, μεταξύ των οποίων νέα επιδόματα για ανθρώπους χωρίς εισόδημα ή σύνταξη.

Η ISTAT ανέφερε ότι το 8,6% των οικογενειών στις νότιες περιοχές της χώρας ζούσαν σε απόλυτη φτώχεια πέρυσι, συγκριτικά με 10% το 2018. Το αντίστοιχο ποσοστό στο Βορρά είναι 5,8% και 4,5% σε περιοχές της κεντρικής Ιταλίας, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας Ρώμης.

Το ποσοστό των Ιταλών που ζουν σε 'σχετική φτώχεια' --το διαθέσιμο εισόδημα των οποίων είναι χαμηλότερο του μισού περίπου του εθνικού μέσου όρου-- παρέμεινε σταθερό σε γενικές γραμμές και διαμορφώθηκε περίπου στο 14,7% του πληθυσμού από το 15% το 2018.