Το στρατό κατεβάζει στο δρόμο η Βραζιλία για τις διαδηλώσεις

Δυνάμεις τις στρατιωτικής αστυνομίας ανακοίνωσε ότι θα κατεβάσει στους δρόμους η κυβέρνηση της Βραζιλίας προκειμένου να αποτραπεί ένα νέο κύμα βίαιων διαδηλώσεων διαμαρτυρίας σαν και αυτές που πλήττουν τη χώρα τις τελευταίες μέρες.

Χιλιάδες άνθρωποι κατεβαίνουν εδώ και πέντε μέρες στους δρόμους με αίτημα καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες.

Μονάδες της στρατιωτικής αστυνομίας θα σταλούν στο Ρίο ντε Τζανέιρο, στο Μίνας Γκεράις, την Μπαΐα, την Σιαρά και την πρωτεύουσα Μπραζίλια. Όλες οι πόλεις αυτές θα φιλοξενήσουν τους αγώνες ποδοσφαίρου για το Κύπελλο Συνομοσπονδιών της Fifa.

Η ανακοίνωση ακολούθησε τα επεισόδια που σημειώθηκαν ανάμεσα στις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας και τους διαδηλωτές χθες Τρίτη στο Σάο Πάολο.

Το υπουργείο Δικαιοσύνης της Βραζιλίας ανακοίνωσε ότι η Ρεσίφε είναι η μόνη από τις πόλεις που θα φιλοξενήσουν τους αγώνες, η οποία δεν έχει ζητήσει στρατιωτικές ενισχύσεις.

Πηγή του υπουργείου ανακοίνωσε ότι εναπόκειται στις τοπικές κυβερνήσεις να αποφασίσουν για το χρονικό διάστημα παραμονής των μονάδων αυτών.

Χθες, ομάδες μασκοφόρων ακτιβιστών βανδάλισαν καταστήματα και τράπεζες στην μεγαλύτερη πόλη της χώρας, το Σάο Πάολο, ενώ άλλοι διαδηλωτές προσπάθησαν να τους αποτρέψουν.

Οι χθεσινές διαδηλώσεις έρχονται να προστεθούν σε ένα κύμα διαμαρτυρίας που έχει επεκταθεί σε τουλάχιστον 12 πόλεις.

Η πρόεδρος της χώρας Ντίλμα Ρούσεφ δήλωσε υπερήφανη που τόσοι πολλοί άνθρωποι αγωνίζονται για ένα καλύτερο μέλλον.

Οι διαμαρτυρίες προκλήθηκαν από την λαϊκή οργή με αφορμή την αύξηση της τιμής των εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς στο Σάο Πάολο, στις 2 Ιουνίου, αλλά σύντομα γενικεύτηκαν εξαιτίας της δυσαρέσκειας για τα υψηλά ποσοστά διαφθοράς, την κακή κατάσταση του συστήματος εκπαίδευσης και υγείας και το υψηλό κόστος διαβίωσης. Παράλληλα θεωρούν ότι η χώρα δεν μπορεί να αντέξει το υπέρογκο κόστος της διοργάνωσης του Μουντιάλ.

Πρόκειται για τις ογκωδέστερες διαδηλώσεις από το 1992 όταν ο λαός είχε βγει στους δρόμους κατά της διαφθοράς της κυβέρνησης του τότε προέδρου Φερνάντο Κολόρ ντε Μέλο.