Φρενάρει η… προσπάθεια εξάλειψης της πείνας

Σχεδόν 50 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με την απειλή της πείνας στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική τα δυο τελευταία χρόνια. Όπως δείχνει έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO), στο διάστημα που μαίνεται στον κόσμο η οικονομική κρίση, από το 2010 έως το 2012, οι προσπάθειες για την εξάλειψη του τραγικού φαινομένου της πείνας αποδυναμώνονται. Όπως αναφέρει το πόρισμα, το πρόβλημα οξύνεται εξαιτίας της ισχνής οικονομικής ανάπτυξης και των υψηλών δεικτών των κοινωνικών ανισοτήτων στην περιφέρεια.

Η περιοχή, που εξαρτάται ως επί το πλείστον από τις εξαγωγές, γνωρίζει μεν μία ραγδαία αύξηση των αγροτικών προϊόντων της, όμως η επιβράδυνση που καταγράφει η οικονομία του κύριου εμπορικού εταίρου της, της Κίνας, σε συνδυασμό με τον άνισο τρόπο κατανομής του πλούτου, έχει υποσκάψει σοβαρά τις προσπάθειες για την μείωση της πείνας, υπογραμμίζει στην έκθεσή του ο FAO.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 8,3 % των κατοίκων της περιφέρειας δεν εξασφαλίζει τον απαραίτητο ημερήσιο αριθμό θερμίδων προκειμένου να διατηρεί έναν υγιή τρόπο ζωής, υποστηρίζει ο FAO. Η Αϊτή, η Γουατεμάλα, η Παραγουάη, η Βολιβία και η Νικαράγουα αντιμετωπίζουν τους υψηλότερους δείκτες πείνας. Στο διάστημα 2004-06, περίπου 54 εκατ. κάτοικοι της ζώνης διαβιούσαν υπό συνθήκες πείνας, με τον αντίστοιχο αριθμό να κατεβαίνει στα 50 εκατ. το διάστημα 2007-09.

“Μολονότι η τάση ελάττωσης της πείνας συνεχίζεται, ο ρυθμός της έχει επιβραδυνθεί, συμβαδίζοντας με την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης που καταγράφεται στις χώρας της ζώνης”, προστίθεται στην έκθεση.

Οι οικονομίες της Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής αναπτύχθηκαν κατά ένα εντυπωσιακό 6% το 2010, όμως ο ρυθμός αυτός αναμένεται να υποχωρήσει στο 3,5% τη φετινή χρονιά, σύμφωνα με την οικονομική υπηρεσία του ΟΗΕ για τη Λατινική Αμερική.

Άλλη πηγή δυνητικής απειλής για τα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά της περιοχής αποτελούν και η αύξηση της τιμής των τροφίμων, υπογραμμίζει η υπηρεσία. Την περίοδο Ιουνίου -Αυγούστου, φέτος, οι μέσες τιμές του αραβοσίτου αυξήθηκαν κατά 25%, της σόγιας κατά 20%, ενώ του σιταριού κατά 26%, προσθέτει ο FAO.