“Συνταγματική η ανάγκη τυπικής άδειας για ανέγερση τζαμιού η άλλου ετερόθρησκου ναού”

Συνταγματικοί, κρίθηκαν από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας οι νομοθετικοί περιορισμοί που προβλέπουν ότι για την ανέγερση ή λειτουργία ευκτήριου οίκου ετερόδοξων ή ετερόθρησκων (σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος), αναγκαία προϋπόθεση είναι η χορήγηση άδειας από τον υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων. Δηλαδή, είναι συνταγματικό το ισχύον καθεστώς χορήγησης αδειών ευκτηρίων οίκων (λατρευτικών ναών) άλλων θρησκειών, εκτός των Χριστιανών Ορθοδόξων.

Αντίθετα, οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν ότι αντιβαίνει στο άρθρο 13 του Συντάγματος και στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) -ως ανεπίτρεπτα περιοριστική της ελευθερίας της θρησκευτικής λατρείας- οι νομοθετικές εκείνες ρυθμίσεις που, πρώτον, εξαρτούν τη χορήγηση της άδειας ανέγερσης ή λειτουργίας ευκτήριου οίκου από την κρίση του υπουργού “περί συνδρομής ουσιαστικών λόγων”, που επιβάλλουν την ανέγερση ή τη θέση ευκτήριου οίκου, διότι θεσπίζει μια πρόσθετη προϋπόθεση, που δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα και δεν συνιστά αναγκαίο κατά την ΕΣΔΑ μέτρο προστασίας δημοσίου αγαθού, αναγνωρίζοντας μάλιστα στον υπουργό τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί τη χορήγηση της αδείας, εάν εκτιμά ότι ο ευκτήριος οίκος δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει πραγματικές ανάγκες ενδιαφερόμενων κατοικούντων στη συγκεκριμένη περιοχή, είτε λόγω του περιορισμένου αριθμού αυτών είτε λόγω της δυνατότητάς τους να ασκούν κατ' άλλο τρόπο τα καθήκοντα της θρησκευτικής λατρείας τους. Επίσης, οι νομοθετικές ρυθμίσεις που επιβάλλουν στους ενδιαφερόμενους να δηλώνουν στην αίτησή τους τον τόπο κατοικίας τους εντός συγκεκριμένης περιοχής και να αποτείνονται, αποκλειστικά και μόνο, στον τοπικό δήμαρχο για την επικύρωση του γνησίου της υπογραφής τους.

Συγκεκριμένα, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου χαρακτηρίζει αντισυνταγματική την πρόβλεψη ότι η συνάρτηση της χορήγησης της άδειας με τον υπουργό, για τη συνδρομή ουσιαστικών λόγων, δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα και δεν συνιστά αναγκαίο κατά την ΕΣΔΑ μέτρο προστασίας δημόσιου αγαθού. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν αναγνωρίζεται ότι ο υπουργός έχει τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί τη χορήγηση της άδειας, εάν εκτιμά ότι ο ευκτήριος οίκος δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει πραγματικές ανάγκες ενδιαφερόμενων κατοίκων στη συγκεκριμένη περιοχή είτε λόγω του περιορισμένου αριθμού αυτών, είτε λόγω της δυνατότητας τους να ασκούν κατ' άλλο τρόπο τα καθήκοντα της θρησκευτικής λατρείας”.

Κατόπιν αυτών, οι δικαστές αποφάνθηκαν ότι δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Β.Δ. της 20.5/2.6.1939, που καθορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης των αδειών ναών, κ.λπ.

Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι «από το άρθρο 1 του Α.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939, σε συνδυασμό με εκείνες τις διατάξεις του Β.Δ. της 20.5/2.6.1939 που δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 13 παράγραφος 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, απορρέει ένα σύστημα προληπτικού διοικητικού ελέγχου, το οποίο αποσκοπεί στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα για την άσκηση θρησκευτικής λατρείας, προς χορήγηση αδείας ανεγέρσεως ή λειτουργίας ευκτήριου οίκου”.

Το σύστημα αυτό- συνεχίζουν οι δικαστές- «είναι εφαρμοστέο από τη Διοίκηση και τους ενδιαφερόμενους, διότι δεν καθίσταται ούτε αντισυνταγματικό ή αντίθετο προς την ΕΣΔΑ στο σύνολό του, ούτε πρακτικώς ανεφάρμοστο εκ του γεγονότος ότι δεν εφαρμόζονται οι αντισυνταγματικές και αντίθετες προς την ΕΣΔΑ διατάξεις του επίμαχου Β.Δ.”.

Σύμφωνα με το ιστορικό της απόφασης, το 1997, κατατέθηκε στην αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Παιδείας αίτηση, θεωρημένη ως προς το γνήσιο της από το Αστυνομικό Τμήμα Κασσάνδρειας Χαλκιδικής, με την οποία ζητήθηκε η έγκριση λειτουργίας ευκτήριου οίκου σε αίθουσα της Κασσάνδρειας. Η αίτηση υπογράφεται από τρεις κατοίκους της Κασσάνδρειας και έναν των Φλογητών Χαλκιδικής, καθώς και τον πρόεδρο και γενικό γραμματέα του Σωματείου “Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά Μακεδονίας- Θράκης”. Όλοι δηλώνουν ότι ανήκουν στην θρησκευτική κοινότητα των “Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά”.

Η αίτηση έγινε δεκτή, δηλαδή εγκρίθηκε η λειτουργία του επίμαχου ευκτήριου οίκου, με τις εξής προϋποθέσεις, όπως υποστηρίζουν, οι ενδιαφερόμενοι: Πρώτον, η δογματική διαποίμανση του ευκτήριου οίκου θα γίνεται από τον Κωνσταντίνο Ι. Ιωακειμίδη και, δεύτερον, η επιγραφή που πρέπει απαραίτητα να υπάρχει στην αίθουσα που θα στεγάζεται ο ευκτήριος οίκος, είναι “Ευκτήριος Οίκος Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά”.