Ελεύθεροι μετά τις απολογίες τους οι εμπειρογνώμονες του ΤΑΙΠΕΔ

Κατηγορούνται για απιστία με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου

Ελεύθεροι έφυγαν από τα δικαστήρια, μετά την απολογία τους, τα έξι μέλη του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων του ΤΑΙΠΕΔ της περιόδου 2013-2014, που κατηγορούνται για απιστία με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου στην υπόθεση που αφορά την πώληση και επαναμίσθωση 28 ακινήτων.

Οι κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων και τρεις αλλοδαποί, κατά τη διάρκεια της απολογίας τους στήριξαν την υπερασπιστική τους γραμμή στον ισχυρισμό ότι ο ρόλος τους ήταν συμβουλευτικός και όχι δεσμευτικός για το Δ.Σ. το οποίο και έλαβε τις τελικές αποφάσεις για την διαχείριση των ακινήτων. Όπως επεσήμαναν οι συνήγοροι Αλέξανδρος Λυκουρέζος και Γιάννης Γιαννίδης, οι εντολείς τους δεν είχαν καμία διαχειριστική ευθύνη δημοσίου χρήματος, άρα δεν υφίσταται ευθύνη "απιστίας" τους στην υπηρεσία, όπως περιγράφεται το αδίκημα. Μάλιστα, υπογράμμισαν πως «οι εκτιμήσεις τους ήταν και νόμιμες και τελικά επωφελείς».

Μάλιστα, πριν τις απολογίες εξετάστηκε και μάρτυρας υπεράσπισης.

Η υπόθεση

Η συναλλαγή, που ελέγχθηκε από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς μετά από μηνυτήρια αναφορά δικηγόρων του Πειραιά, ολοκληρώθηκε το Μάιο του 2014 με ομόφωνη εισήγηση του συμβουλίου εμπειρογνωμόνων και απόφαση του ΔΣ του ΤΑΙΠΕΔ και αφορά δυο συμβάσεις πώλησης και 28 συμβάσεις επαναμίσθωσης για 20 χρόνια με αντισυμβαλλόμενα μέλη το ελληνικό Δημόσιο και δυο αναδόχους (Eurobank Properties, ΕΘΝΙΚΗ Πανγαία). Το συνολικό τίμημα ανήλθε σε 261 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το δημόσιο ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει ετησίως μισθώματα που για το πρώτο έτος ανέρχονταν σε 25,5 εκατομμύρια ευρώ.

Συγκατηγορούμενοι των έξι εμπειρογνωμόνων του ΤΑΙΠΕΔ, τρεις Έλληνες και τρεις αλλοδαποί, είναι τρία μέλη του ΔΣ του ΤΑΙΠΕΔ της επίμαχης περιόδου, για το αδίκημα της υπεξαίρεσης με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου 1608 περί καταχραστών του Δημοσίου. Η κατηγορία αφορά την μη απόδοση τόκων που ξεπερνούν τις 100 χιλιάδες ευρώ μετά την είσπραξη του τιμήματος και εντός δέκα ημερών.

Οι τρεις κατηγορούμενοι μέλη της Διοίκησης,σύμφωνα με την δικογραφία, όφειλαν αμέσως μετά το τέλος της διαδικασίας και την είσπραξη του τιμήματος και το αργότερο μέσα σε δέκα μέρες να πιστώσουν το ποσό στον ειδικό λογαριασμό του δημοσίου μαζί με τους αναλογούντες τόκους τους οποίους δεν απέδωσαν.

Στην δικογραφία που έχει σχηματιστεί για την υπόθεση αναφέρεται πως τα μέλη του συμβουλίου εμπειρογνωμόνων “παρ'ό,τι μπορούσαν λόγω των γνώσεων και των ικανοτήτων τους να εισηγηθούν τροποποίηση των όρων της συναλλαγής ώστε η αξιοποίηση της περιουσίας να καταστεί συμφέρουσα για το Δημόσιο, δεν το έπραξαν και ομόφωνα γνωμοδότησαν προς το ΔΣ ότι η διαδικασία που τηρήθηκε ήταν επωφελής”.

Οι Εισαγγελείς Διαφθοράς στο πόρισμά τους εκτιμούν πως η επίμαχη διαδικασία αποδείχτηκε ασύμφορη και απειλούσε ζημιά του ελληνικού δημοσίου ανερχόμενη σε τουλάχιστον 580 εκατομμύρια ευρώ. Αναφέρονται επίσης σε “επαχθείς μισθωτικούς όρους” που επάγονται ζημία για το ελληνικό δημόσιο η οποία δεν μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων.

Επισημαίνουν μάλιστα συγκεκριμένες περιπτώσεις ακινήτων και μισθωμάτων που κατέβαλε το Δημόσιο όπως συνολικό ποσό των 6,6 εκατομμυρίων ευρώ που αντιστοιχεί σε μίσθωμα που πλήρωσε το δημόσιο μέχρι τον Ιούνιο του 2015 για τη μίσθωση κενών ή εν μέρη κενών κτιρίων για το κτίριο του Κεράνη και το κτίριο του υπουργείου Υγείας (πρώην Ολυμπιακό κέντρο γραπτού Τύπου).

Επισημαίνουν επίσης ότι σημειώθηκε σε κάποιες περιπτώσεις υποτίμηση της “εύλογης αξίας των ακινήτων”, με αποτέλεσμα την μείωση του τιμήματος που εισέπραξε το Δημόσιο. Χαρακτηριστικά στο πόρισμα γίνεται λόγος στις περιπτώσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του Γενικού Χημείου του Κράτους στις οποίες οι Εισαγγελείς θεωρούν ότι δεν εκτιμήθηκε η αξία της γης καθώς απέμενε συντελεστής δόμησης. Κρίνουν επίσης ότι δεν εκτιμήθηκε η μελλοντική υπεραξία των ακινήτων λόγω μεταβολής των χρήσεων γης ,όπως στην περίπτωση του Υπουργείου Παιδείας.