Ο Δημήτρης, η Δώρα και τ΄ άλλα παιδιά

Ήταν ένα συνηθισμένο επαγγελματικό ταξίδι. Βρέθηκα στο αεροπλάνο για Γενεύη, ψάχνοντας να βρω την άκρη γύρω από τις διαπραγματεύσεις για τη φορολόγηση των ελληνικών καταθέσεων στην Ελβετία.

Κάθισα σε μεσαία θέση, ανάμεσα σε δύο επίσης Έλληνες.

Πιάσαμε κουβέντα.

Αριστερά μου, ο Δημήτρης, ετών 43. Μεγαλωμένος στην Αθήνα, σπούδασε πληροφορική στην Αγγλία και στη συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες. California, Silicon Valley.

Έμεινε εκεί. Του πρότειναν τη θέση καθηγητή και άρπαξε – ως όφειλε – την ευκαιρία.

"Επιστρέφω στην Αμερική μετά από τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα", μου είπε.

"Καλά, γιατί ήρθες Ελλάδα ;", τον ρώτησα γεμάτος απορία.

"Για τα μάτια μιας γυναίκας", μου απάντησε, "με την οποία χώρισα λίγο αφού επανεγκαταστάθηκα στην Αθήνα.

Πέρα, όμως, από αυτό, προσπάθησα να μείνω εδώ, να κάνω πανεπιστημιακή καριέρα. Το αποτέλεσμα ; Ό,τι σου είπα. Γυρίζω πίσω. Μη νομίζεις πως είναι εύκολο να είσαι τόσο μακριά από την πατρίδα σου. Όταν, όμως, οι συνθήκες εργασίας και η ποιότητα ζωής είναι μακράν ανώτερες, παραβλέπεις την απόσταση. Και, ξέρεις κάτι ; Έχω βαρεθεί να ακούω διαρκώς αυτή την καραμέλα ότι φεύγουν Ελληνόπουλα στο εξωτερικό για να δουλέψουν. Πού το κακό ; Δεκαετίες τώρα οι κάτοικοι όλων των χωρών είναι πολίτες του κόσμου εργαζόμενοι για τις εταιρίες τους. Έχω βαρεθεί επίσης να βλέπω νέους ανθρώπους στην Ελλάδα να αρνούνται να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, να αρνούνται να αλλάξουν".

Δεξιά μου, η Δώρα, ετών... (νομίζω γύρω στα 27). Μεγάλωσε στην Άρτα και σπούδασε χορό. Ταξίδευε για τη Βαρκελώνη, μέσω Γενεύης. "Είμαι εκεί εδώ και ενάμιση χρόνο, μέλος μιας ομάδας μοντέρνου χορού", μου είπε.

"Δίδασκα χορό στην Άρτα, αλλά δεν υπήρχε προοπτική. Δεν εξελισσόμουν. Στην Αθήνα, υπάρχουν ομάδες χορού, αλλά πολύ δύσκολα μπορείς να κάνεις βήματα παραπάνω. Το έψαχνα για εκεί, και ξαφνικά προέκυψε η Βαρκελώνη. Άλλος κόσμος, άλλη νοοτροπία, χωρίς οικονομική κρίση και με ανοιχτά μυαλά. Περνάω πολύ ωραία, δουλεύοντας ταυτόχρονα, είναι και άλλοι Έλληνες μαζί, και νομίζω ότι βρήκα αυτό που μου ταιριάζει".

Δύο άνθρωποι με εντελώς διαφορετικές προσλαμβάνουσες και ευκαιρίες, αλλά με την ίδια – ακομπλεξάριστη νοοτροπία.

Ο ένας είχε τη δυνατότητα να σπουδάσει στο εξωτερικό, το έκανε και έμεινε εκεί. Είπε στη συνέχεια να παλέψει το case "Ελλάδα", αλλά δεν του βγήκε και έφυγε ξανά.

Ο άλλος ασχολήθηκε με κάτι, που ήταν διόλου δημοφιλές στη μικρή επαρχιακή πόλη και – παρά το γεγονός ότι δεν είχε τις ίδιες ευκαιρίες – είδε τον κίνδυνο, που παραμόνευε, να μείνει στάσιμη σε αυτό που αγαπά και ασκεί και ως επάγγελμα, το έψαξε παραπάνω και βρήκε τη λύση.

Αυτά για όσους περνάνε δύσκολα – αναμφίβολα – μη βρίσκοντας δουλειά, αλλά γκρινιάζουν και μεμψιμοιρούν διαρκώς αντί να ψάξουν λίγο παραπάνω.

Συμφωνώ με το Δημήτρη, πολίτες του κόσμου είμαστε. Πολίτες, που οφείλουμε – για το καλό μας – να έχουμε ανοιχτά μάτια, αυτιά και μυαλά και να αρπάζουμε τις ευκαιρίες. Γιατί, για κάποιους είναι πολλές και επαναλαμβανόμενες, για άλλους, όμως, είναι λιγότερες, ίσως – σε κάποιες περιπτώσεις - μία και μοναδική. 

Και, σε αυτό το κομμάτι, δηλαδή την αλλαγή νοοτροπίας και στάσης ζωής, πρέπει να δουλέψει πολύ η Πολιτεία. Ίσως είναι πολύ πιο σημαντικό από το πώς θα φορολογήσει τις καταθέσεις στην Ελβετία.

Αφιερωμένο στο Δημήτρη, τη Δώρα και τα άλλα παιδιά.

Καλημέρα σας.

[email protected]