Ζητούν συνάντηση με τον αρμόδιο Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών
Μισθολογική αναπροσαρμογή προκειμένου να αποκατασταθούν οι απώλειες που είχαν από τα μνημόνια ζητούν, με υπόμνημα τους προς τον υπουργό Οικονομικών, οι Δικαστικές Ενώσεις .
Μάλιστα, ζητούν συνάντηση με τον αρμόδιο Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, προκειμένου να εκθέσουν αναλυτικά τα αιτήματά τους .
Όπως αναφέρουν οι Δικαστικές Ενώσεις της χώρας στο υπόμνημα που αφορά τα οικονομικά αιτήματα τους και έδωσαν στη δημοσιότητα , «ενόψει της επί μακρώ καθήλωσης των δικαστικών απολαβών σε επίπεδα που απέχουν τόσο από το ευρωπαϊκό μέσο όρο τους, όσο και από τα επίπεδα της συνταγματικής επιταγής, που απορρέει από το άρθρο 88 παρ.2 Σ, για αποδοχές ανάλογες του δικαστικού λειτουργήματος, συνεκτιμώντας τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας, αλλά και τη ραγδαία αύξηση του κόστους ζωής, καλούν το Υπουργείο Οικονομικών να ανταποκριθεί στα κάτωθι αιτήματα, που περιγράφουν την κατεύθυνση μίας δίκαιης μισθολογικής αναπροσαρμογής, προς αποκατάσταση απωλειών από την εποχή των μνημονίων, η οποία – σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες- έχει παρέλθει».
Τα αιτήματα συνοψίζονται ως εξής:
– Επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας (13ου και 14ου μισθού) για όλο τον δημόσιο τομέα
– Αύξηση 20% στον βασικό μισθό αναφοράς του πρωτοδίκη.
– Επαναφορά επιδομάτων ταχείας διεκπεραίωσης και βιβλιοθήκης στα προ της κρίσης επίπεδα (άρθρο 57 ν.3691/2008)
– Κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας (άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011)
– Ενσωμάτωση διαφορών με τις αποδοχές του ΝΣΚ για όλους τους δικαστές και εισαγγελείς κατά την πάγια νομολογία.
– Θέσπιση ειδικού μηνιαίου επιδόματος για την κάλυψη δαπανών διαμονής
– Αναγνώριση μισθολογικής προσαύξησης για τους πρώην ειρηνοδίκες που συμπληρώνουν 18 και 20 έτη υπηρεσίας.
Αναλυτικά :
Επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας (13ου και 14ου μισθού)
Η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας δικαιολογήθηκε από την ανάγκη περιορισμού των ελλειμμάτων της Χώρας σε μία χρονική περίοδο, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2009. Ο δικαιολογητικός αυτός λόγος έχει εκλείψει μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Τα Δώρα ουδέποτε έπαψαν να καταβάλλονται στον ιδιωτικό τομέα, ενώ παράλληλα έχει επέλθει η διασύνδεση του κατώτατου μισθού δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Η μη αποδοχή από την κυβέρνηση του δίκαιου αιτήματος για επαναφορά των Δώρων έρχεται σε αντίθεση με τη θέση της περί α) αύξησης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά 7,7% την τελευταία τετραετία – ποσοστό υπερδιπλάσιο από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3,3%) και τριπλάσιο της Ευρωζώνης (2,3%), β) εμφάνισης ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας της τάξης του 2,5%, ο οποίος είναι σχεδόν τριπλάσιος σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης και γ) εξασφάλισης πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2024 που ξεπερνά κατά πολύ τις αρχικές προβλέψεις. Στην Ισπανία και την Πορτογαλία, οι οποίες επλήγησαν από την οικονομική κρίση την περασμένη δεκαετία, τα επιδόματα επανήλθαν πλήρως.
Ζητούμε την επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς και σε όλο τον δημόσιο τομέα.
Μισθολόγιο: Αύξηση μισθού πρωτοδίκη κατά 20%. Επαναφορά επιδομάτων
Σήμερα, ο βασικός μισθός του πρωτοδίκη με προσαύξηση προέδρου πρωτοδικών ανέρχεται σε 2.580 ευρώ μικτά, ήτοι 100 ευρώ πάνω από τον αντίστοιχο βασικό μισθό του έτους 2009, όπως είχε καθοριστεί με τον ν. 3691/2008 (2.480 ευρώ). Ωστόσο, το επίδομα ταχείας διεκπεραίωσης του ως άνω δικαστικού λειτουργού ορίστηκε με το άρθρο 57 παρ. 2 του ν. 3691/2008 σε 900 ευρώ, ενώ σήμερα ανέρχεται σε 732 ευρώ, η δε πάγια αποζημίωση ορίστηκε με την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου και νόμου σε 950 ευρώ, ενώ σήμερα ανέρχεται σε 846 ευρώ. Από το παράδειγμα αυτό διαφαίνεται ότι σήμερα, 16 και πλέον χρόνια μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 3691/2008, οι συνολικές ακαθάριστες αποδοχές των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών υπολείπονται εκείνων του έτους 2009. Επισημαίνουμε ότι η διαφορά καθαρών αποδοχών είναι πολύ μεγαλύτερη, λόγω της αύξησης του φόρου εισοδήματος, της θέσπισης από το 2011 και εντεύθεν της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας, της μεγάλης αύξησης του πληθωρισμού τα τελευταία έτη, χωρίς να συνυπολογίζονται οι ετήσιες απώλειες λόγω της κατάργησης του 13ου και 14ου μισθού.
Κατόπιν αυτών, το αίτημά μας συνίσταται σε οριζόντια αύξηση 20% στον βασικό μισθό του βαθμού βάσης του συνταγματικά κατοχυρωμένου ειδικού δικαστικού μισθολογίου-δηλαδή, αυτόν του πρωτοδίκη. Περαιτέρω, αιτούμαστε να επαναφερθεί το επίδομα ταχείας διεκπεραίωσης, η πάγια αποζημίωση και η αποζημίωση εξόδων παράστασης στο προ κρίσης επίπεδο (βλ. το άρθρο 57 του ν. 3691/2008). Οι αυξήσεις αυτές αντανακλούν την ανάκτηση του προ της κρίσης επιπέδου του μισθολογίου μας (με σημείο αναφοράς το έτος 2009), δεδομένης σε κάθε περίπτωση και της εκτόξευσης τα τελευταία χρόνια του κόστους της στέγης, της Ενέργειας και γενικά του κόστους ζωής.
Κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης υπέρ ανεργίας
Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας θεσπίστηκε με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011, σε χρονική περίοδο (1.7.2011) κατά την οποία το ποσοστό των ανέργων επί του εργατικού δυναμικού στη χώρα μας ανερχόταν σε 18%.
Η διατήρηση της εν λόγω εισφοράς παραβιάζει την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και της ισότητας στα δημόσια βάρη, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας και του δικαιώματος των δικαστικών λειτουργών στην προστασία της περιουσία τους (άρθρο 4 παρ 1 και 5, 17 και 25 παρ. 1 Σ) καθώς αποτελεί επιβάρυνση που βαρύνει μόνο τους μισθωτούς του Δημοσίου. Σε κάθε περίπτωση, ο έκτακτος χαρακτήρας της, ως επείγοντος μέτρου εφαρμογής του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2012-2015, έχει μεταβληθεί σε μόνιμο, δεδομένου ότι η εν λόγω εισφορά, η οποία ξεκίνησε να εισπράττεται από 1.1.2011, συνεχίζει να επιβαρύνει τους μισθοδοτούμενος από το Δημόσιο ακόμα και σήμερα, 14 χρόνια μετά, χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το 1/3 του συνολικού χρόνου (35ετία) που κατά την κοινή πείρα υπηρετεί ένας υπάλληλος ή λειτουργός στο Δημόσιο, ενώ κατά τη θέσπισή της δεν προβλέφθηκε συγκεκριμένη διάρκεια επιβολής της, ούτε η εξάρτηση της παρακράτησης αυτής από συγκεκριμένα δημοσιονομικά μεγέθη ή τη μείωση του ποσοστού της ανεργίας και την αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης, γεγονός που καθιστά ασαφή και μη δικαιολογημένη την αιτία θέσπισής της.
- Ζητούμε την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011.
- Ενσωμάτωση στις αποδοχές των διαφορών αποδοχών με το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους κατά την πάγια νομολογία
Η παραμονή των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών στον βαθμό που κατέχουν στην πράξη επιμηκύνεται σε σχέση με το ελάχιστο όριο παραμονής που προβλέπει ο νόμος. Έτσι, ενώ στα άρθρα 77 και 89 του ν. 4938/2022 προβλέπεται ότι σε πρόεδρο πρωτοδικών (ή ομοιόβαθμο), προάγεται πρωτοδίκης (ή ομοιόβαθμος) με 5 τουλάχιστον έτη υπηρεσίας, στην πραγματικότητα η προαγωγή αυτή λαμβάνει χώρα περίπου στα 15 έτη, ήτοι σε χρονικό διάστημα τριπλάσιο από το οριζόμενο και διπλάσιο από το χρονικό διάστημα χορήγησης της μισθολογικής προαγωγής του άρθρου 4 παρ. 1α του ν. 2521/1997. Αντίστοιχα ισχύουν για τους βαθμούς του εφέτη (και αντίστοιχους) και προέδρου εφετών (και αντίστοιχους).
Αντιθέτως, ο Δικαστικός Αντιπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. προάγεται οπωσδήποτε σε Δικαστικό Αντιπρόσωπο Α΄ Τάξεως μόλις συμπληρώσει 7 έτη συνολικής υπηρεσίας, κατ’ άρθρο 44 παρ. 2 περ. στ’ του ν. 3086/2002, σε συνδυασμό με την περ. α’ υποπερ. αα’ και το άρθρο 27 παρ. 2 του ίδιου νόμου, και λαμβάνει τις αποδοχές του βαθμού αυτού που είναι ίσες με αυτές του προέδρου πρωτοδικών. Ακολούθως, με μόνη προϋπόθεση τη συμπλήρωση 12 ετών συνολικής υπηρεσίας, λαμβάνει την πρώτη μισθολογική προαγωγή (50/100 της διαφοράς του μισθού που λαμβάνει σε σχέση με αυτόν του επόμενου βαθμού) και με τη συμπλήρωση 17 ετών λαμβάνει τη δεύτερη μισθολογική προαγωγή (90/100 της ανωτέρω διαφοράς).
Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, προς αποκατάσταση της ισότητας, ασκούν αλλεπάλληλες αγωγές, που επιβαρύνουν το δικαστικό σύστημα. Οι αγωγές αυτές γίνονται δεκτές και επιδικάζονται υπέρ τους οι σχετικές διαφορές, πλέον χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, τόκων και δικαστικών εξόδων.
Ενόψει αυτών, προς αποκατάσταση της αρχής της ισότητας με τους λειτουργούς του Ν.Σ.Κ. ενόψει του, επιβεβλημένου από το Σύνταγμα, κατά τα άρθρα 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 και με θεσμικά κριτήρια, ύψους των αποδοχών των Δικαστικών Λειτουργών, αλλά και για λόγους συμμόρφωσης με την πάγια στο θέμα νομολογία – και προς αποφυγή επιπλέον δικών- ζητούμε την τροποποίηση των περιπτώσεων α και β της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2521/1997, όπως αυτό αντικαταστάθηκε, από 1.1.2008, με το άρθρο 57 παρ. 9 του ν. 3691/2008, ώστε να μην υπάρχει διαφοροποίηση των αποδοχών των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών με εκείνων των μελών του Ν.Σ.Κ.
Θέσπιση ειδικού μηνιαίου επιδόματος για την κάλυψη δαπανών διαμονής
Η μετά από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης ή του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης προαγωγή του δικαστικού λειτουργού, η τοποθέτησή του σε κενή οργανική θέση, η μετάθεση δικαστικού λειτουργού άνευ αιτήσεως και η απόσπαση δικαστικού λειτουργού για την αντιμετώπιση υπηρεσιακής ανάγκης, συνεπάγονται την απομάκρυνσή του από τον τόπο κύριας κατοικίας του και τη δημιουργία σημαντικών εξόδων. Τα έξοδα αυτά που αφορούν ιδίως διατήρηση – συντήρηση επιπλέον κατοικίας και δαπάνες μετακινήσεων, λαμβάνοντας υπόψιν ότι είναι συνήθως αντικειμενικά αδύνατη η μετεγκατάσταση των λοιπών μελών της οικογένειάς του λειτουργού λόγω των επαγγελματικών ή εκπαιδευτικών αναγκών τους, απομειώνουν ουσιωδώς το διαθέσιμο εισόδημά του για λόγο που σχετίζεται με την άσκηση των καθηκόντων του, πλήττοντας την ισότητα της οικονομικής μεταχείρισης των λειτουργών της Δικαιοσύνης, καθώς εν τέλει οι πραγματικές οικονομικές απολαβές εκάστου λειτουργού, προσδιορίζονται από το τυχαίο γεγονός της μόνιμης οικογενειακής του εγκατάστασης. Ιδιαίτερα δε στην περίπτωση προαγωγής στο βαθμό του Αρεοπαγίτη ή του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η ανισότητα αυτή καταδεικνύεται έτι περαιτέρω, λόγω του ότι η μοναδικότητα του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε συνδυασμό με την υποχρέωση διαμονής κάθε δικαστικού λειτουργού στον τόπο υπηρεσίας του, δημιουργεί σαφές οικονομικό πρόσκομμα για τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς με μόνιμη κατοικία εκτός Αττικής. Τα παραπάνω έξοδα, δεδομένης της ραγδαίας αύξησης του κόστους ζωής, έχουν καταστεί δυσβάσταχτα για κάθε δικαστικό λειτουργό, ενώ αθροιζόμενα με τις ήδη υφιστάμενες – ως άνω – οικονομικές υποχρεώσεις ενδέχεται να τον επηρεάσουν αρνητικά και τελικά να τον αποσπάσουν από την άσκηση των καθηκόντων του. Επισημαίνεται, τέλος, ότι ανάλογο επίδομα προβλέπεται και χορηγείται, σύμφωνα με τη με αριθμό 6701/1994 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων και στους εκπροσώπους της νομοθετικής εξουσίας, οι οποίοι δεν διατηρούν ιδιόκτητη κατοικία στην Αθήνα και υποχρεώνονται για το λόγο αυτό σε επιπλέον δαπάνες διαμονής στον τόπο άσκησης των καθηκόντων τους.
Ενόψει των ανωτέρω, ζητούμε τη θέσπιση ειδικού μηνιαίου επιδόματος ποσού χιλίων ευρώ (1.000 ευρώ), για την κάλυψη των δαπανών διαμονής στον δικαστικό λειτουργό, από τη στιγμή της προαγωγής/τοποθέτησης/μετάθεσής χωρίς αίτηση/απόσπασής του, με απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου σε δικαστήριο ή εισαγγελία, η έδρα των οποίων είναι διαφορετική από εκείνη της κύριας κατοικίας του, για όσο χρόνο παραμένει σε αυτήν.
Μισθολογική προσαύξηση για τους πρώην ειρηνοδίκες που συμπληρώνουν 18 και 20 έτη υπηρεσίας.
Να χορηγηθούν στους πρώην ειρηνοδίκες Α’ τάξης, που στις 16.9.2024 είχαν συμπληρώσει τα 18 χρόνια δικαστικής υπηρεσίας, (ή θα συμπληρώσουν στη συνέχεια τα 18 χρόνια), οι μισθολογικές προσαυξήσεις στα ποσοστά που προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ.1β’ του ν. 2521/1997, δηλ. το (50/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του βαθμού που κατέχουν και του επόμενου δηλ. του εφέτη καθώς και το (90/100) σε όσους συμπληρώσουν στη συνέχεια τα 20 χρόνια δικαστικής υπηρεσίας. Το αίτημά στηρίζεται στις επιταγές που απορρέουν από τον νόμο 5108/2014 για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, ο οποίος προβλέπει στο άρθρο 10 ότι «Οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκες λαμβάνουν όλες τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών με τους οποίους αντιστοιχούν κατά το άρθρο 8, συμπεριλαμβανομένων των μισθολογικών προαγωγών και κατ’ αναλογία των ετών πραγματικής δικαστικής υπηρεσίας».
Επομένως πρέπει να εκδοθεί Υπουργική Απόφαση και να χορηγήσει στους ως άνω δικαστικούς λειτουργούς που στις 16.9.2024 είχαν συμπληρώσει τα 18 χρόνια δικαστικής υπηρεσίας τη μισθολογική προσαύξηση του 4 παρ.1β’ του ν. 2521/1997 και μάλιστα αναδρομικά από την 16.9.2024, όπως φυσικά και σε όσους στο μέλλον (πρωτοδίκες πλέον ειδικής επετηρίδας), συμπληρώσουν τα 18 ή 20 έτη πραγματικής δικαστικής υπηρεσίας, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα.
Κατόπιν τούτων, ζητούμε άμεση συνάντηση με τον αρμόδιο Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, προκειμένου να εκθέσουμε αναλυτικά τα αιτήματά μας.
Μετά τιμής
ΟΙ ΠΡΟΕΔΡΟΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ
- Χριστόφορος Σεβαστίδης, Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών & Εισαγγελέων, Εφέτης
- Σοφία Βιτάλη, Πρόεδρος της Ένωσης Συμβουλίου Επικρατείας, Σύμβουλος Επικρατείας
- Βανέσσα Παναγιώτα Ντέγκα, Πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, Εφέτης Δ.Δ.
- Ευάγγελος Μπακέλας, Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου
- Κων/νος Εφεντάκης, Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών Ελεγκτικού Συνεδρίου, Σύμβουλος
- Ευαγγελία Γάκη, Πρόεδρος Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών Ενόπλων Δυνάμεων
- Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πρόεδρος της Ένωσης Μελών Ν.Σ.Κ., Νομική Σύμβουλος του Κράτους
Μαρία Ζαχαροπούλου