ΓΣΕΕ: Η εργατική νομοθεσία και η προστασία των εργαζομένων δεν είναι επικοινωνιακό παιχνίδι

ΓΣΕΕ: Η εργατική νομοθεσία και η προστασία των εργαζομένων δεν είναι επικοινωνιακό παιχνίδι

Η Συνομοσπονδία είναι αντίθετη στο νομοσχέδιο που προβλέπει τροποποιήσεις στο θέμα των ωρών εργασίας

Την πλήρη αντίθεσή της και τη δυσαρέσκειά της εκφράζει η ΓΣΕΕ με ανακοίνωσή της για το νομοσχέδιο που προβλέπει τροποποιήσεις στο θέμα των ωρών εργασίας.

Συγκεκριμένα η Συνομοσπονδία, σύμφωνα με την ΕΡΤ, αναφέρει μεταξύ άλλων πως: «Δυστυχώς για μία ακόμα φορά και σε συνέχεια των κακών πρακτικών του παρελθόντος (μνημονιακών και μεταμνημονιακών), ενημερωνόμαστε μέσω στοχευμένων «διαρροών» και δηλώσεων στον Τύπο για το περιεχόμενο εργατικού νομοσχεδίου και μάλιστα εν μέσω θέρους, όπου είναι γνωστό ότι οι ετήσιες άδειες των εργαζομένων δεν επιτρέπουν την προσήκουσα συμμετοχή στην απαιτούμενη θεσμική διαβούλευση, δίνοντας έτσι ένα ψευδοεπιχείρημα «μη εναντίωσης» και συνεπώς «αποδοχής» των προωθούμενων, αγνώστου ακριβούς περιεχομένου, ρυθμίσεων.

Η προσπάθεια μάλιστα προετοιμασίας της κοινής γνώμης ότι το Υπουργείο Εργασίας προωθεί με δική του πρωτοβουλία νομοθεσία «προστατευτική» για τους εργαζόμενους, ως προς το δικαίωμά τους να γνωρίζουν τους όρους εργασίας τους, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθώς ουσιαστικά πρόκειται για διατάξεις Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2019/1152), για την οποία έχει αρχίσει από τον Νοέμβρη του 2022 διαδικασία επιβολής κυρώσεων από τα ευρωπαϊκά όργανα, λόγω καθυστέρησης στην ενσωμάτωσή της στην εθνική νομοθεσία. Η Οδηγία αυτή αντικαθιστά παλαιότερη Οδηγία του 1991, οι διατάξεις της οποίας περιέχονται στο ΠΔ 156/1994 για την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας.

Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο, ότι ενώ η Κυβέρνηση είχε ήδη προειδοποιηθεί επίσημα για τη σοβαρή καθυστέρηση στην ενσωμάτωση της Οδηγίας, το ίδιο διάστημα προχώρησε στην κωδικοποίηση του ατομικού εργατικού δικαίου (ΠΔ 80/2022), στο οποίο έχει ενταχθεί σειρά αντεργατικών διατάξεων, ανάμεσα στις οποίες και αυτές που όφειλαν να τροποποιηθούν λόγω της νέας Οδηγίας, όπως και αυτές που έχουν ήδη κριθεί παράνομες με αποφάσεις εθνικών και διεθνών οργάνων».