Έφεση άσκησε το Δημόσιο κατά της πρώτης απόφασης που δικαιώνει συγγενείς θύματος στο Μάτι

Έφεση άσκησε το Δημόσιο κατά της πρώτης απόφασης που δικαιώνει συγγενείς θύματος στο Μάτι

Νέα εισαγγελική έρευνα για εγκαυματίες που δεν συμπεριλαμβάνονταν στην αρχική λίστα των θυμάτων

Πολυπλόκαμη είναι η υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, καθώς την ώρα που η δίκη των κατηγορουμένων για την τραγωδία με τους 104 νεκρούς βρίσκεται σε εξέλιξη, η εισαγγελία ανοίγει νέα έρευνα, που αφορά εγκαυματίες, που δεν συμπεριλαμβάνονται στην αρχική λίστα των θυμάτων, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο ασκεί έφεση κατά της πρώτης απόφασης για αποζημίωση συγγενών, βάζοντας τους σε νέες δικαστικές περιπέτειες.

Το θέμα της αποζημίωσης ύψους 300.000 ευρώ για ψυχική οδύνη των συγγενών μιας 77χρονης γυναίκας που χάθηκε στις φλόγες, θα εξεταστεί από το Διοικητικό Εφετείο μετά την έφεση που άσκησε το Δημόσιο, βάλλοντας κατά της πρωτόδικης απόφασης (17030/2022) που αναγνωρίζει ευθεία ευθύνη του, που συνδέεται με τον θάνατο του θύματος. Πληροφορίες αναφέρουν, ότι το Δημόσιο επικαλείται έξι λόγους για την άσκηση της έφεσης, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τη φονική πυρκαγιά «περιστατικό ανωτέρας βίας».

Τι επικαλείται το Δημόσιο

Το Δημόσιο, μεταξύ άλλων, επικαλείται το γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημα του περί έκδοσης προδικαστικής απόφασης με σκοπό τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, καθώς υποστηρίζει πως προέκυψαν ζητήματα για τα οποία απαιτούνται ειδικές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Μερικά από αυτά τα ζητήματα τα οποία κατά πληροφορίες επικαλείται το Δημόσιο, είναι «αιφνίδια μεταβολή του καιρού», «σπανιότητα και ιδιαιτερότητα της τόσο ραγδαίας αύξησης της έντασης των ανέμων σε τοπικό επίπεδο», «αντικειμενική αδυναμία πτήσης των εναέριων μέσων κατά τις απογευματινές ώρες του ένδικου δυστυχήματος λόγω καιρικών συνθηκών», «αντικειμενική αδυναμία κατάσβεσης του πύρινου μετώπου από τις εναέριες και επίγειες δυνάμεις λόγω της έντασης και του μεγέθους (πλάτους, ύψους) της πυρκαγιάς».

Παράλληλα, το Δημόσιο αναφέρει πως «κακώς το Πρωτοδικείο δέχθηκε τον αναπόδεικτο ισχυρισμό των αντιδίκων, ότι η έλλειψη εισήγησης για εκκένωση προκάλεσε το ένδικο τραγικό αποτέλεσμα», αναφέροντας πως «από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι τυχόν εισήγηση του ΠΣ για οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση των κατοίκων θα μπορούσε χρονικά και τεχνικά να πραγματοποιηθεί και να ολοκληρωθεί πριν την έλευση του θερμικού κύματος που προηγείτο της φωτιάς, δηλαδή με ασφαλή και αίσια κατάληξη για τους κατοίκους». Επίσης, υποστηρίζει πως έλαβε μέτρα «άκρας επιμέλειας», ισχυριζόμενο πως «η πυροσβεστική υπηρεσία δεν αδράνησε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, αλλά αντιθέτως επιστράτευσε άμεσα όλη τη διαθέσιμη δύναμη για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς. Παρά ταύτα, δεδομένου του τεράστιου πλήθους των ταυτόχρονων εστιών φωτιάς που εκδηλωνόνταν σε διάφορα σημεία στην επίδικη περιοχή και λόγω της ταχύτητας εναέριας και επίγειας μεταφοράς καυτρών, δεν κατέστη δυνατή αντικειμενικά η αντιμετώπιση όλων των περιστατικών…».

Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, το Δημόσιο αναφέρει, πως ακόμα και αν το Πυροσβεστικό Σώμα εισηγείτο την εκκένωση των πολιτών, δεν είναι βέβαιο, ότι θα ολοκληρωνόταν επιτυχώς. «Είναι βέβαιο ότι και στην περίπτωση αυτή τα κρατικά όργανα Θα κατηγορούνταν για την εκκένωση, όπως σήμερα κατηγορούνται για την μία εκκένωση. Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη επίσης κοιτάξεις ιδιαίτερα στοιχεία, τα οποία καθιστούσαν την κενού σε όλους επικίνδυνη και των λόγω ισχυρισμό των εναγόντων αβάσιμο: Δεν είχε υλοποιηθεί το σύστημα ειδοποιήσεις το 112, οι οδοί εντός και πέριξ των οικισμών Είναι μικρή και δαιδαλώδεις (χωρίς ρυμοτομία και με αδιέξοδα), Η πυρκαγιά εξαπλωνόταν με μεγάλη ταχύτητα κι από μεγάλο ύψος μέσω καυτρών (που δημιουργούσαν εστίες φωτιάς προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις εκκένωσης), η απόσταση από το μέτωπο της πυρκαγιάς έως την ακτογραμμή ήταν μόλις 5 χιλιόμετρα, οι άνεμοι έπνεαν με εντάσεις 10 και 11 μποφόρ, δεν υπήρχε ασφαλές καταφύγιο για τον πληθυσμό εκτός από τις οικίες και τα κτίσματα τα οποία θα εκκενώνονταν (με δεδομένο ότι δεν θα ήταν δυνατόν όλος ο πληθυσμός να χωρέσει στις ακτές)» τονίζει το Δημόσιο.

Και επιπλέον λέει πως εκ μέρους του Δημοσίου υπήρξε ενημέρωση προς τους φορείς και τους πολίτες τόσο για τον επικείμενο κίνδυνο (δελτίο τύπου ΓΓΠΠ της 22.07.2018) όσο και για τα μέτρα αντιμετώπισης του (οδηγίες δημοσιευμένες μέσω της ιστοσελίδας civilprotection και των ΜΜΕ) τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν ακολουθήθηκαν, όπως η οδηγία «μην εγκαταλείπετε το κτίριο εκτός αν η διαφυγή σας είναι πλήρως εξασφαλισμένη».

Ο θάνατος συνδέεται αιτιωδώς με την παράλειψη της Πυροσβεστικής

«Στο εφετήριό του το ελληνικό δημόσιο, πέραν των νομικών λόγων, επαναλαμβάνει τη θέση του ότι τα θύματα έχουν ποσοστό συνυπαιτιότητας λόγω της μη πληροφόρησής τους από τα ΜΜΕ ή από το διαδίκτυο (siteπολιτικής προστασίας) για το πως να αυτοπροστατευθούν» επισημαίνει σε δήλωση του ο νομικός παραστάτης των συγγενών της 77χρονης, Δημήτρης Σκύφτας ενώ σημειώνει ότι «το ελληνικό δημόσιο αναφέρεται εκ νέου στην «άναρχη» δόμηση της περιοχής και στην ύπαρξη αυθαιρέτων, καίτοι αυτά ήταν γνωστά στις αρχές και στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε κανένα ζήτημα αυθαιρέτου (όλα νόμιμα). Τέλος, κατά το ελληνικό δημόσιο, η επιδικασθείσα αποζημίωση από το Δικαστήριο, κρίνεται υπερβολική και επικουρικά ζητά τη μείωσή της».

Η πρώτη δικαστική απόφαση που δικαιώνει τους συγγενείς της ηλικιωμένης γυναίκας καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο θάνατος της συνδέεται αιτιωδώς με την παράλειψη της Πυροσβεστικής, ως όφειλε, να εισηγηθεί την εκκένωση της περιοχής στα αρμόδια όργανα της περιφέρειας και του δήμου. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε , τον ισχυρισμό του δημοσίου που επιχείρησε να διακόψει τον αιτιώδη σύνδεσμο «λόγω της ενέργειας της ίδιας της θανούσας να αποχωρήσει αυτοβούλως, πεζή, από την οικία της, που, εν τέλει, παρέμεινε αλώβητη, οπότε εάν αυτή είχε παραμείνει εκεί, θα ήταν ασφαλής» κρίνοντας πως «εν προκειμένω, δεν επέφερε διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου η προσπάθεια του θύματος να αποχωρήσει από την οικία του, εν όψει του κινδύνου της εξελισσόμενης πυρκαγιάς. Και τούτο διότι πρόκειται για ενέργεια αναμενόμενη, ιδίως εφόσον το πρόσωπο δεν είχε επαρκή πληροφόρηση για τον βαθμό του κινδύνου στον οποίον εκτίθεται».

Νέα εισαγγελική έρευνα

Την ίδια ώρα, ένας νέος κύκλος έρευνας έχει ανοίξει στο επίκεντρο της οποίας βρίσκονται εγκαυματίες οι οποίοι δεν είχαν καταθέσει στις δικαστικές αρχές και εμφανίστηκαν στο δικαστήριο όπου εκδικάζεται η υπόθεση. Ο εισαγγελέας της έδρας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας, Παναγιώτης Μανιάτης ήταν εκείνος που απέστειλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών λίστα με τους συγκεκριμένους εγκαυματίες με αποτέλεσμα να διαταχθεί νέα προκαταρκτική εξέταση. Σύμφωνα με πληροφορίες οι εγκαυματίες έχουν αρχίσει να καλούνται από τον αρμόδιο εισαγγελέα για κατάθεση ενώ αμέσως μετά εκτιμάται πως θα ακολουθήσει η κλήση των «υπόπτων» αλλά και η απόδοση ποινικών ευθυνών στα πρόσωπα που φέρονται να εμπλέκονται.