Συνταγματική η αναμόρφωση του καθεστώτος εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών

Συνταγματική η αναμόρφωση του καθεστώτος εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών

«Πράσινο» φως από το ΣτΕ

«Πράσινο φως» άναψε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στην αναμόρφωση του καθεστώτος εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών που έγινε τον περασμένο χρόνο και είχε προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις.

Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο κατά πλειοψηφία έκρινε (2114/2021) συνταγματικές τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 4713/2020, με τις οποίες αναμορφώθηκε το καθεστώς των συμβάσεων εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών και θεσπίσθηκε η αρχή της αναιτιώδους καταγγελίας των συμβάσεών τους.

Tο Συμβούλιο της Επικρατείας, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του ν. 682/1977, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 4713/2020, δέχθηκε ότι «η λύση της εργασιακής σχέσης του διδακτικού προσωπικού των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους επέρχεται μόλις περιέλθει η σχετική δήλωση βούλησης στον εργαζόμενο εκπαιδευτικό, για την επέλευση, όμως, του νομικού αποτελέσματος της καταγγελίας εκδίδεται υποχρεωτικώς σχετική διαπιστωτική πράξη από τον αρμόδιο προς τούτο Διευθυντή Εκπαίδευσης.»

Ειδικότερα, η πλειοψηφία της Ολομέλειας έκρινε ότι «οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 4713/2020, οι οποίες προβλέπουν αφενός τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου για όλους τους διδάσκοντες στα ιδιωτικά σχολεία, με κατάργηση της προγενέστερης ρύθμισης περί υποχρέωσης σύναψης συμβάσεων ορισμένου χρόνου διετούς διάρκειας, αφετέρου δε την υπαγωγή των ζητημάτων πρόσληψης, απασχόλησης και λύσης των εργασιακών τους σχέσεων στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, δεν αντίκεινται στο άρθρο 16 παρ. 2 και 8 του Συντάγματος».

Και αυτό, γιατί «οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην αρτιότερη και ομαλότερη λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, καθώς και στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος της εκπαίδευσης, και για το λόγο ότι εξασφαλίζουν στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς λειτουργούς σταθερές, κατά το δυνατόν, συνθήκες εργασίας, ώστε να μπορούν απερίσπαστοι να εκτελούν τα καθήκοντά τους για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση του σκοπού της παιδείας, ο οποίος έχει αναχθεί σε συνταγματικό λόγο δημοσίου συμφέροντος».

Εξ άλλου, όπως επίσης έγινε δεκτό από το ΣτΕ, οι σχετικές διατάξεις του ν. 4713/2020, με τις οποίες υιοθετήθηκε ο κανόνας του εργατικού δικαίου περί της αναιτιώδους καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου των ιδιωτικών εκπαιδευτικών από τον εργοδότη, δεν αντίκεινται σε κάποια συνταγματική διάταξη ή αρχή, δεδομένου άλλωστε ότι ο νομοθέτης διαθέτει κατά το Σύνταγμα ευρεία εξουσία καθορισμού του περιεχομένου της παρεχόμενης στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς προστασίας».

Τα δύο μέλη του ΣτΕ που μειοψήφησαν, είχαν την άποψη ότι , κατά παράβαση του Συντάγματος (άρθρο 16 παρ. 2 και 8) η επίμαχη ρύθμιση του ν. 4713/2020 καταργεί την εποπτεία του Κράτους επί του ζητήματος της λύσης της σύμβασης εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, εφόσον δεν προκύπτει ότι αυτή εξυπηρετεί το συμφέρον και την καλή λειτουργία της εκπαίδευσης. Η νέα διάταξη εξομοιώνει τους εκπαιδευτικούς προς τους λοιπούς εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, καθόσον αφορά το καθεστώς της απόλυσής τους, παραγνωρίζοντας την, κατά το Σύνταγμα, ιδιαιτερότητα του εκπαιδευτικού λειτουργήματος.

Η δε μονόπλευρη ενίσχυση της ελευθερίας του ιδιοκτήτη του ιδιωτικού σχολείου να απολύει το διδακτικό προσωπικό αναιτιωδώς και χωρίς ουσιαστικό έλεγχο από τη Δημόσια Διοίκηση, είναι πρόσφορη να οδηγήσει στην άσκηση του εκπαιδευτικού έργου υπό τον φόβο της αυθαίρετης καταγγελίας της σχέσης εργασίας του εκπαιδευτικού και να παραβλάψει την ανεξαρτησία του έναντι του ιδιοκτήτη του ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου και κάθε τρίτου, επί ζημία της παρεχόμενης εκπαίδευσης και των μαθητών.