Αντισυνταγματική η μεταβίβαση ΕΥΔΑΠ – ΕΥΑΘ στην ΕΕΣΥΠ

Αντισυνταγματική η μεταβίβαση ΕΥΔΑΠ – ΕΥΑΘ στην ΕΕΣΥΠ

Στην Ολομέλεια του ΣτΕ παραπέμπεται η υπόθεση για οριστική κρίση

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας θα έχει τον τελευταίο λόγο για την τύχη της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ μετά τις αποφάσεις (1223/2020 και 1224/2020)  του Δ΄  Τμήματος που έκρινε αντισυνταγματική την μεταβίβαση του 50,003% του μετοχικού κεφαλαίου στην “Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ” (ΕΕΣΥΠ).

Η υπόθεση, λόγω σπουδαιότητας, παίρνει το δρόμο για την Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου για οριστική κρίση την ώρα που η αυξημένη 7μελή σύνθεση του  Δ΄  Τμήματος βάζει «σφραγίδα» αντισυνταγματικότητας στην επίμαχη πώληση επικαλούμενο και παλαιότερες αποφάσεις της Ολομέλειας (1906/2014 κ.α.) σύμφωνα με τις οποίες δεν μπορεί να ιδιωτικοποιηθούν οι δύο κρατικές εταιρείες ύδρευσης καθώς κάτι τέτοιο αντίκειται στο Σύνταγμα.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας, με τις αποφάσεις τους, έκριναν βάσιμους τους  ισχυρισμούς των προσφευγόντων κατοίκων, κ.λπ. που υποστηρίζουν ότι η μεταβίβαση των δυο κρατικών εταιρειών  ύδρευσης είναι αντισυνταγματική. Ομόφωνα οι δικαστές  αποφάνθηκαν ότι «ο έλεγχος της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. δύναται να ασκείται όχι μόνο ευθέως από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά και εμμέσως από αυτό, δια της παρεμβολής άλλου νομικού προσώπου. Τούτο όμως είναι επιτρεπτό μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το παρεμβαλλόμενο νομικό πρόσωπο έχει συσταθεί για την εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, υπόκειται, ως προς τις εξουσίες που διαθέτει σε σχέση με τη διαχείριση της ΕΥΔΑΠ [δια της κατοχής της πλειοψηφίας του μετοχικού της κεφαλαίου], στις ουσιαστικές δεσμεύσεις οι οποίες απορρέουν από το Σύνταγμα σε σχέση με την παρεχόμενη συγκεκριμένη υπηρεσία κοινής ωφέλειας και, επιπροσθέτως, το Ελληνικό Δημόσιο, αφενός, κατέχει το μετοχικό του κεφάλαιο και, αφετέρου, ελέγχει πλήρως τα όργανα διοίκησής του, δια του διορισμού, ιδίως, των μελών του Διοικητικού του Συμβουλίου».

Επιπλέον, στις αποφάσεις αναφέρεται  ότι  ο ν. 4389/2016, όπως ισχύει, διαγράφει εξαιρετικό καθεστώς για τις δημόσιες επιχειρήσεις εν γένει,  όπως συνάγεται δε από τις διατάξεις  των άρθρων 185 παρ. 2, 197 παρ. 6 και 7 και 201 παρ. 9 του ν. 4389/2016 και τον ν. 4425/2016, σε συνδυασμό με την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, προβλέπονται ειδικότερες δεσμεύσεις για τη διαχείριση της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. και της ΕΥΑΘ Α.Ε., η οποία δεν επιτρέπεται, να “ιδιωτικοποιηθεί” κατ’ ουσίαν».

Μάλιστα, οι σύμβουλοι Επικρατείας ομόφωνα  επισημάνουν, ότι  σύμφωνα με το νόμο 4389/2016 μετά την μεταβίβαση των μετοχών στην ΕΕΣΥΠ, ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ έφυγε  από το Ελληνικό Δημοσίου και περιήλθε στα χέρια  της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, μέσω των μελών τους στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ.

Οι προσφεύγοντες, κάτοικοι των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης αλλά και του Σωματείου Εργαζομένων στην ΕΥΑΘ, υποστηρίζουν πως οι δύο κρατικές εταιρείες ύδρευσης  πρέπει να διατηρήσουν το ιδιοκτησιακό και πραγματικό έλεγχο των επιχειρήσεων τους, προκειμένου να αποφευχθούν σημαντικές ανατιμήσεις στη χρήση του νερού, για να διασφαλιστεί η κρατική εγγύηση της ποιοτικής, ασφαλούς, συνεχούς, αδιάλειπτης και καθολικής πρόσβασης σε αυτές, αλλά και για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Στις δύο αποφάσεις του ΣτΕ, αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Με τις ρυθμίσεις του ν. 4389/2016 δεν διασφαλίζεται ο έλεγχος του Ελληνικού Δημοσίου επί του  Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΣΥΠ ΑΕ, η οποία κατέχει ποσοστό 50,003% του μετοχικού κεφαλαίου της θυγατρικής της ΕΥΔΑΠ ΑΕ. Και τούτο διότι το Διοικητικό Συμβούλιο της που, αφενός, έχει το τεκμήριο αρμοδιότητας για όλα τα σχετιζόμενα με τη διαχείριση της Εταιρείας θέματα και, αφετέρου, ασκεί τα δικαιώματα ψήφου της ΕΕΣΥΠ στις θυγατρικές της, διορίζοντας, μεταξύ άλλων, τα όργανα διοίκησης της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, δεν ορίζεται από τη Γενική Συνέλευση της ΕΕΣΥΠ, δηλαδή από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά από ειδικό συλλογικό όργανο, το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ. Τα μέλη δε του Εποπτικού Συμβουλίου δεν ορίζονται από το Δημόσιο, αλλά με συναπόφαση του Ελληνικού Δημοσίου, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ενεργούντων από κοινού, αφετέρου.

Η απαιτούμενη, σύμφωνα με τον νόμο, συναίνεση του υπουργού Οικονομικών για τα επιλεγόμενα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον ΕΜΣ δύο μέλη δεν αναιρεί την αποφασιστική αρμοδιότητα που αναγνωρίζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον ΕΜΣ ως προς την εκλογή όλων των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου, εφόσον ακόμη και για τα τρία μέλη που εκλέγονται από το Ελληνικό Δημόσιο απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΕΜΣ».