Η ηχογράφηση ιδιωτικών συνομιλιών μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο σε πολιτική δίκη;

Της Χρύσας Τσιώτση*

Υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί να λάβει χώρα μία ηχογράφηση ιδιωτικών συζητήσεων (φωνοληψία) χωρίς τη συναίνεση των συνομιλητών και σε αυτές τις περιπτώσεις το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί αυτή η φωνοληψία νόμιμο αποδεικτικό μέσο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μία δίκη.

Η εν αγνοία ή/και χωρίς τη συναίνεση ενός των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται συνταγματικά.

Κατά διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος "ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας".

Στην έννοια της αξίας του ανθρώπου περιλαμβάνεται και η ελευθερία της επικοινωνίας, αφού μέσω και αυτής εκφράζεται η αξία του ανθρώπου.

Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 εδαφ. β` του Συντάγματος, που ορίζει ότι "η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη". Ειδικότερα το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων".

Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταποκρίσεως ή επικοινωνίας, είναι, όμως, πασίδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταποκρίσεως ή επικοινωνίας ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό.

Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος.

Το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ορίζει τα εξής:

“1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.

2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβαση δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων"

Γενικότερα θα λέγαμε ότι ανεξαρτήτως του χώρου, όπου έγινε η συνομιλία, η μαγνητοταινία, στην οποία αυτή, χωρίς τη συναίνεση του ενός των συνομιλητών, αποτυπώθηκε, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί εναντίον του άλλου ατόμου σε πολιτική δίκη, ανεξαρτήτως του προσώπου που επιχείρησε τη μαγνητοφώνηση, δηλαδή έστω κι αν αφορά σε πρόσωπο που μετείχε στη συνομιλία που μαγνητοφωνήθηκε.

Ισχύει όμως μία εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο υπέρ της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, που εισάγεται με τυχόν διάταξη νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρος εφόσον υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού , πως είναι η ανθρώπινη ζωή, εθνική ασφάλεια, η πρόληψη ποινικών παραβάσεων κ.ά. (Ολομ.Α.Π.1/2001).

*Δικηγόρος, με μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στο Δίκαιο του Internet και την τηλεπικοινωνιών (LL.M in Information Technology and Telecommunications Law, University of Strathclyde-Glasgow-U.K)