Οδηγούμε το Renault Captur 1.0 TCe 90 PS Dynamic

Οδηγούμε το Renault Captur 1.0 TCe 90 PS Dynamic

To μεν σώμα πρόθυμον, η δε ψυχή ασθενής

Το δεύτερης γενιάς Renault Captur που εμφανίστηκε το 2019 «χτισμένο» πάνω στη νέα πλατφόρμα CMF-B, ανακηρύχτηκε πριν ένα χρόνο «Αυτοκίνητο της Χρονιάς για την Ελλάδα 2021» και όχι άδικα. Όμορφο, ποιοτικό, μεγαλύτερο από τον προκάτοχό του (από τα μεγαλύτερα B-SUV) με έμφαση στις οικογενειακές …υποχρεώσεις, μπορεί να τα καταφέρει και σε χωμάτινες διαδρομές κυρίως λόγω του ύψους από το έδαφος, αλλά και του στιβαρού αμαξώματος.

Περίπου ένα χρόνο μετά το λανσάρισμα, το νέο Captur άρχισε να πωλείται στην βασική του έκδοση με ένα πιο αδύναμο 3κύλινδρο βενζινοκινητήρα (1.0 TCe), που αποδίδει 91 ίππους (αντί για 100) και 160 Nm ροπής. Σε αντιστάθμισμα της μείωσης των ίππων (κυρίως λόγω καυσαερίων), το βασικό 5άρι μηχανικό κιβώτιο, αντικαταστάθηκε από ένα επίσης μηχανικό αλλά με 6 σχέσεις.

Την έκδοση αυτή οδηγήσαμε λίγο πριν τις γιορτές, σαν ένα είδος επετείου για την περσινή μας επιλογή στον θεσμό «ΑτΧ» και στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας από μια συμβίωση που ξεπέρασε τα 800 χιλιόμετρα κάθε είδους διαδρομής.

Με μια ματιά

Το Captur σε κερδίζει από τα …αποδυτήρια με την αντικειμενικά όμορφη εμφάνιση του και την ομοιόμορφη κατανομή των όγκων του.

Το ευχάριστο εσωτερικό, διαθέτει υψηλή ποιότητα υλικών και συναρμογής, ενώ η σχεδίαση και η ταξινόμηση των διάφορων χειριστηρίων συνιστούν ένα εργονομικό όχημα, ιδιαίτερα φιλικό στην χρήση.

Τα ψηλά τοποθετημένα εμπρός καθίσματα θα «στριμώξουν» τους μεγαλόσωμους, αν και πέντε ενήλικα άτομα θα βολευτούν με μικρές παραχωρήσεις μέσα στην καλοκατασκευασμένη καμπίνα. Πάντως το πολυρυθμιζόμενο κάθισμα σε συνδυασμό με το επίσης ρυθμιζόμενο τιμόνι και την σωστή τοποθέτηση των χειριστηρίων, θα βολέψουν την πλειοψηφία των σωματότυπων. Μικρό πρόβλημα υπάρχει και με την ορατότητα προς τα πίσω, παρά τα μικρά φινιστρίνια που όμως δεν μπορούν να «φωτίσουν» τις νεκρές οπτικές γωνίες που δημιουργούν οι πίσω κολώνες της οροφής.

Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στην πρακτικότητα, με πολλούς αποθηκευτικούς χώρους για μικροαντικείμενα, συρόμενα πίσω καθίσματα που αυξομειώνουν τον χώρο αποσκευών από 455 έως 536 λίτρα, που γίνονται 1.275 όταν αναδιπλωθούν οι πίσω πλάτες των καθισμάτων. Στον ίδιο χώρο φιλοξενείται και ρεζέρβα ασφαλείας, στοιχείο που είναι απαραίτητο στην ελληνική επικράτεια και εμπνέει ασφάλεια στον οδηγό, πόσο μάλλον όταν το αυτοκίνητο που την έχει μπορεί να τα καταφέρει και σε χωμάτινες διαδρομές (ύψος από το έδαφος 210 χλστ).

Στο πάνω μέρος του ταμπλό υπάρχει μια εύχρηστη και ευανάγνωστη οθόνη πολυμέσων  9,3 ιντσών (έκδοση Dynamic), που κάνει ευκολότερη την ζωή του οδηγού μαζί με τον παραμετροποιήσιμο ψηφιακό πίνακα οργάνων 7”.

Το λογισμικό της οθόνης πολυμέσων είναι απλό και εύχρηστο, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει εύκολη συνδεσιμότητα και συντομεύσεις με πλήκτρα αφής, όπως επίσης εύχρηστα είναι τα χειριστήρια πάνω στο τιμόνι. Ο «διάκοσμος» συμπληρώνεται με τα περιστροφικά χειριστήρια για τον κλιματισμό, που βρίσκονται χαμηλότερα στην κεντρική κονσόλα.

Τέλος, θετική είναι η ύπαρξη πολλών τεχνολογιών υποβοήθησης του οδηγού στο βασικό και προαιρετικό εξοπλισμό. Στον πρώτο διατίθενται μεταξύ άλλων  αυτόνομο φρενάρισμα με ανίχνευση οχημάτων, πεζών και ποδηλατών, ενώ στον δεύτερο έχουμε σύστημα ημι-αυτόνομης οδήγησης Highway & Traffic Jam Companion, στοιχεία που δίνουν στο μοντέλο την δυνατότητα να πρωταγωνιστήσει στην κατηγορία.

Από την θέση του οδηγού

Η ψηλή θέση οδήγησης ξενίζει, αλλά οι δυνατότητες ρύθμισης και η σωστή τοποθέτηση των χειριστηρίων διορθώνει την κατάσταση.

Ο κινητήρας παίρνει εύκολα μπροστά, δεν κροταλίζει και δεν παράγει ενοχλητικούς κραδασμούς, ενώ έχει δυο προφίλ λειτουργίας (eco & normal).

Παράλληλα διαθέτει σύστημα stop/start που μερικές φορές μπερδεύεται και είναι πιθανό να σε εκθέσει επικίνδυνα σε κάποιο κροσάρισμα διασταύρωσης.

Οι επιδόσεις του «φιμωμένου» κινητήρα απέχουν πολύ από το να βάλουν φωτιά στον δρόμο, αλλά η σωστή κλιμάκωση του 6τάχυτου, εύχρηστου και με σωστή αίσθηση κιβωτίου, διορθώνουν μερικώς την έλλειψη ίππων ειδικά στις μεσαίες στροφές. Αντίθετα, σε χαμηλές στροφές και με επιλογή eco, ο κινητήρας δείχνει τις αδυναμίες του και ο οδηγός καταφεύγει στον ευτυχώς σαφή και με μικρές διαδρομές μοχλό επιλογής ταχυτήτων.

Μεγαλύτερο σε διαστάσεις αλλά με μειωμένο κατά 50 κιλά βάρος, το 2ης γενιάς Captur παραμένει βαρύ με 1300 κιλά απόβαρου, γεγονός που δικαιολογεί τα 14΄΄ που χρειάζεται για να επιταχύνει από στάση στα 100 χλμ/ώρα, με την τελική ταχύτητα να αγγίζει τα 168 χλμ. Το βάρος ευθύνεται και για την «τσιμπημένη» κατανάλωση που παρά τον υποτονικό κινητήρα και το ότι κινηθήκαμε για μεγάλο διάστημα με προφίλ eco, μας έδωσε μέση τιμή 7,0 λίτρα ανά 100 χλμ μικτής διαδρομής.

Πάντως, στην πόλη επιταχύνεις ικανοποιητικά αν προσπαθείς πάνω από τις 2.000 στροφές, ενώ στον ανοιχτό δρόμο εύκολα κινείσαι με ταχύτητες 120-130 χιλιόμετρα ανά ώρα, αλλά πάνω από εκεί χρειάζεται δουλειά με το κιβώτιο και βαρύ πόδι στο γκάζι.

Κατά τα λοιπά, η άψογη οδική συμπεριφορά, η αξιοσημείωτη ακαμψία του πλαισίου, το χαμηλό επίπεδο θορύβου και η υψηλή ποιότητα κύλισης, κάνουν ευχάριστες τις όποιες διαδρομές με το νέο Captur. Ο μόνος θόρυβος που ενοχλεί είναι αυτός του κινητήρα όταν τον πιέζεις για να ανέβει σε ψηλές στροφές, αλλά με κλειστά παράθυρα μένει έξω από την καλά μονωμένη καμπίνα.

Η ανάρτηση συνδυάζει άνεση και αποτελεσματικότητα, με έλεγχο των κλίσεων του αμαξώματος στις στροφές και άνετη συμπεριφορά όταν πατά πάνω από τις ατέλειες του οδοστρώματος, όπου βοηθά και το υψηλό προφίλ των ελαστικών. Το ίδιο θα βολέψει και σε χωμάτινες εξορμήσεις, όπου το μεγάλο ύψος από το έδαφος (21 εκ.) αποτελεί ατού και η ύπαρξη ρεζέρβας δίνει ασφάλεια στον οδηγό.

Στα μείον η κάπως αποκομμένη αίσθηση του συστήματος διεύθυνσης (περίεργο για γαλλικό όχημα) και στα συν τα δυνατά φώτα και τα αποτελεσματικά φρένα που δεν υπολείπονται σε αίσθηση παρά τα ταμπούρα πίσω.

Δια ταύτα 

Εν ψυχρώ πλέον διαπιστώνουμε και πάλι ότι, δίκαια πήρε τον περσινό τίτλο το Captur 2ης γενιάς, που σίγουρα είναι στο top three της κατηγορίας των B-SUV με όπλα την εμφάνιση, την ποιότητα κατασκευής, την οδική συμπεριφορά και την σχέση ποιότητας/εξοπλισμού – τιμής (21.280 ευρώ η έκδοση της δοκιμής μας). Όσον αφορά τον βασικό κινητήρα, δεν τα καταφέρνει άσχημα, αλλά περιορίζει την χρήση σε αστικές και περιαστικές διαδρομές, ενώ οι δυνατότητες του μοντέλου μπορούν άνετα και ταξίδια. Για την περίπτωση αυτή –κατά την γνώμη μας- είναι προτιμότερη η έκδοση 1.3 TCe των 140 ίππων (με αυτόματο κιβώτιο EDC) που όμως κοστίζει πολύ περισσότερο.

Υπέρ

Εμφάνιση

Εσωτερικό

Ακαμψία πλαισίου

Ποιότητα – Πρακτικότητα

Κιβώτιο ταχυτήτων

Τεχνολογίες

Οδική συμπεριφορά

Φρένα - Φώτα

Κατά

Υποτονικός κινητήρας

Αίσθηση συστήματος διεύθυνσης

Τεχνικά Χαρακτηριστικά

Κατηγορία: 5θυρο, 5θέσιο, SUV/Crossover

Διαστάσεις: 4.227 Χ 1.797 Χ 1.576 χλστ

Μεταξόνιο: 2.639 χλστ

Χώρος αποσκευών: 422-536/1.275 λτ

Απόσταση από το έδαφος: 174 χλστ

Ρεζερβουάρ βενζίνης: 48λτ

Βάρος: 1.306 κιλά

Κινητήρας: βενζίνης, 3κύλινδρος, 12βάλβιδος, 999 κ.εκ.

Ισχύς: 91 ίπποι/4.600 σαλ

Ροπή (Nm @ σαλ): 160/3.750

Μετάδοση: Στους εμπρός τροχούς

Κιβώτιο ταχυτήτων: Χειροκίνητο, 6 σχέσεων

Ανάρτηση: Εμπρός Γόνατα McPherson / Ημιάκαμπτος άξονας

Τροχοί: 215/60/17

Φρένα: Εμπρός Αεριζόμενοι Δίσκοι / Ταμπούρα

Σύστημα διεύθυνσης: Ηλεκτρική Υποβοήθηση, με κύκλο στροφής 11,1 μ.

Επιτάχυνση 0-100 χλμ/ώρα: 14΄΄

Τελική ταχύτητα: 168 χλμ/ώρα

Κατανάλωση (δοκιμής): 7,0/100χλμ

Μέσος όρος εκπομπών CO2 (WLTP): 130,0-141,0 γρ/χλμ

Τιμή: από 19.130 (δοκιμής 21.280) ευρώ.

Νίκος Τσάδαρης