Διαστημική έρευνα αιχμής στην Ελλάδα της κρίσης;

Αρκεί μια βόλτα σήμερα στους δρόμους των ελληνικών πόλεων, μια σύντομη περιήγηση σε διαδικτυακά άρθρα και άρθρα εφημερίδων, ή μια γεύση από τα καταιγιστικά δελτία ειδήσεων, για να συλλάβει κανείς το μέγεθος της γενικευμένης κρίσης την οποία βιώνει η χώρα μας. Θα περίμενε κανείς ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, κάθε παραγωγική δραστηριότητα έχει παραλύσει, τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο. Είναι όμως έτσι;

Μια αβασάνιστη καταφατική απάντηση θα ήταν εν πολλοίς παραπλανητική. Σε ποικίλους τομείς βασικής έρευνας – και σε κάποιους τεχνολογικούς τομείς – η Ελλάδα παραδοσιακά διέθετε και διαθέτει μια ισχυρή επιστημονική κοινότητα, αναλογικά πάντα με το μέγεθός της. Η ισχύς εδώ δεν εντοπίζεται στον αριθμό των ενεργών, εγχωρίως δρώντων Ελλήνων επιστημόνων, αλλά στην ποιότητα, το εύρος και την εμβρίθεια του παραγόμενου επιστημονικού έργου. Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να πείσει τον αναγνώστη ότι, σε πείσμα των όσων βλέπουμε και ακούμε σήμερα, υπάρχει και μια “άλλη” Ελλάδα, η οποία δεν παύει να αγωνίζεται και να αναγνωρίζεται στο διεθνή επιστημονικό στίβο.

Από το 1993 δραστηριοποιείται η Ελληνική Αστρονομική Εταιρεία (ΕΛ.ΑΣ.ΕΤ.). Σήμερα αριθμεί πάνω από 220 μέλη, κατανεμημένα σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Απαραίτητη προϋπόθεση εγγραφής είναι η κατοχή διδακτορικού τίτλου, ή η πιστοποίηση εκπόνησης διδακτορικής διατριβής, σε θέματα αστρονομίας, αστροφυσικής, κοσμολογίας, και διαστημικής φυσικής. Μια μεγάλη – κρίσιμη, θα λέγαμε – μάζα των επιστημόνων αυτών απολαμβάνει σημαντικότατης διεθνούς αναγνώρισης. Η εμπειρία του γράφοντος αφορά περισσότερο σε θέματα ηλιακής και διαστημικής φυσικής, και αυτή την εγχώρια δραστηριότητα θα προσπαθήσουμε σήμερα να κωδικοποιήσουμε εν συντομία, ζητώντας συγγνώμη από τους διακεκριμένους συναδέλφους άλλων επιστημονικών πεδίων.

Οι Έλληνες ηλιακοί και διαστημικοί φυσικοί, συμπεριλαμβανομένων και των υποψηφίων διδακτόρων, δεν ξεπερνούν τους 20. Δραστηριοποιούνται στη θεωρία και την ανάλυση παρατηρήσεων της ηλιακής δραστηριότητας και των επιπτώσεών της στη Γη και τους άλλους πλανήτες, δορυφόρους και ουράνια σώματα του ηλιακού μας συστήματος. Με μια λέξη, ασχολούνται με την ηλιοφυσική, ελληνικός όρος που έχει επικρατήσει διεθνώς (heliophysics). Πόσοι από εμάς γνωρίζουν ότι Έλληνες ηλιοφυσικοί συνεργάζονται ισότιμα με ξένους συναδέλφους τους σε προγράμματα των Ευρωπαϊκού (ESA), Αμερικανικού (NASA), Ιαπωνικού (JAXA) και Ρωσικού (ROSCOSMOS), Οργανισμών Διαστήματος; Πόσοι γνωρίζουμε ότι Έλληνες ηλιοφυσικοί είναι ισότιμα μέλη διεθνών δικτύων και κοινοπραξιών που οριοθετούν τη σημερινή αιχμή του δόρατος στη μελέτη του Ήλιου και του ηλιακού συστήματος;

Μερικά μόνο παραδείγματα: ερευνητές του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και του Πανεπιστημίου Αθηνών ασχολούνται ενεργά ή ηγούνται προγραμμάτων της ESA και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικών με την πρόγνωση του λεγόμενου “διαστημικού καιρού”, δηλαδή των μεταβλητών διαστημικών συνθηκών στη γειτονιά της Γης, ο οποίος έχει άμεσο και πρακτικό αντίκτυπο – ενέχοντας ακόμα και σοβαρούς κινδύνους – για ανθρώπινο δυναμικό και τεχνικές υποδομές σε τροχιά. Υπηρεσίες αυτόματης αναζήτησης δεδομένων διαστημικού καιρού εδράζονται και στα δύο Ιδρύματα. Ερευνητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και της Ακαδημίας Αθηνών ασχολούνται - με διεθνή αναγνώριση - με θέματα κατανόησης και πρόγνωσης της εκρηκτικής ηλιακής δραστηριότητας, του γεννήτορα του διαστημικού καιρού. Ερευνητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έχουν θέσει και θέτουν θεωρητικά θεμέλια για την κατανόηση αυτής της δραστηριότητας. Ερευνητές του Πανεπιστημίου Θράκης, στην Ξάνθη, ασχολούνται επί μακρόν και έχουν συνεισφέρει σε επιστημονικά παρατηρησιακά όργανα που έχουν “πετάξει” σε ιστορικές διαστημικές αποστολές. Στις Θερμοπύλες λειτουργεί ο ηλιακός ραδιοφασματογράφος ARTEMIS, ο οποίος παρέχει εξαιρετικής ευαισθησίας ραδιοφωνικές παρατηρήσεις του Ήλιου, τα δεδομένα του οποίου διαχέουν από κοινού τα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων και Αθηνών. Ερευνητές της Ακαδημίας Αθηνών συμμετέχουν σε κοινοπραξία για την αυτόματη επεξεργασία των δεδομένων της αποστολής Solar Dynamics Observatory της NASA, η οποία αποτελεί την επιτομή της σύγχρονης ηλιακής παρατήρησης, αλλά και στην αυτόματη επεξεργασία παρατηρήσεων από επίγειες εγκαταστάσεις και άλλες αποστολές, όπως η Ιαπωνική Hinode. Επιπλέον, ερευνητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων συμβάλλουν καίρια στην ερμηνεία των απαιτητικών δεδομένων της πρωτοποριακής αποστολής STEREO της NASA.

Πόσοι γνωρίζουμε ότι Έλληνες διαστημικοί επιστήμονες κατείχαν και κατέχουν αιρετές θέσεις σε διοικητικά συμβούλια διεθνών επιστημονικών οργανώσεων, όπως αυτή των ραδιοπαρατηρητών του Ήλιου (CESRA) ή του Τμήματος Ηλιακής Φυσικής της Ευρωπαϊκής Φυσικής Εταιρείας (ESPD/EPS); Τέλος, πόσοι γνωρίζουμε ότι – κατόπιν αυστηρής διεθνούς αξιολόγησης – ξεκινά αυτό το διάστημα το πρώτο “Ελληνικό Εθνικό Δίκτυο Έρευνας Διαστημικού Καιρού”, ένα φιλόδοξο τριετές πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο από κονδύλια ΕΣΠΑ, με σύμπραξη ερευνητών από τα παραπάνω πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα;

Οι παραπάνω δραστηριότητες επιτυγχάνονται, προφανώς, με πολύ κόπο και ανεξαρτήτως κρίσης. Το γεγονός της δραστικής μείωσης των οικονομικών απολαβών των εμπλεκομένων δεν έχει, και δεν είναι δυνατό, να επηρεάσει την απόδοσή τους – τι είδους πίεση, άλλωστε, θα μπορούσε να επιφέρει μια παύση της ερευνητικής τους εργασίας προς διεκδίκηση αιτημάτων; Το μόνο ζητούμενο είναι να συνεχίσουν, αξιολογούμενοι από την Πολιτεία και την κοινωνία, να υπάρχουν και να εργάζονται με αξιοπρέπεια εντός συνόρων. Ενδεχόμενη “έξοδος” Ελλήνων επιστημόνων για λόγους βιοπορισμού θα οδηγούσε σε μικρό – ιδιαίτερα μικρό – οικονομικό όφελος για τα κρατικά ταμεία, θα στερούσε όμως τη χώρα από πολύτιμη και πολυεπίπεδη εμπειρία και τεχνογνωσία, μαζί με κονδύλια τα οποία εισέρχονται ανταγωνιστικά προς επιβράβευση της εγχώριας επιστημονικής αριστείας. Αυτού του είδους οι “εξαγωγές” είναι οι μόνες τις οποίες θα πρέπει να απεύχεται με κάθε τρόπο και σε κάθε τόνο η χώρα μας, αν πραγματικά επιθυμεί την ισόρροπη ανάπτυξη όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.