Διαψεύδουν οι αρμόδιοι
Σύγχυση και εύλογη ανησυχία προκάλεσαν οι δηλώσεις του διευθυντή κλινικής της Σαξονίας περί «επιλογής» ασθενών με τη νόσο που προκαλεί ο νέος κορονοϊός, την COVID-19, που θα διασωληνωθούν, λόγω της υπερφόρτωσης των νοσοκομείων του κρατιδίου.
Για «παρανόηση» έκανε λόγο αργότερα η εκπρόσωπος του νοσοκομείου, ενώ την πληροφορία διέψευσαν ο πρωθυπουργός της Σαξονίας, το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ, όπως και οι υγειονομικές αρχές του κρατιδίου, το οποίο σε αυτή τη φάση είναι η πιο σφοδρά πληττόμενη από την πανδημία περιοχή της Γερμανίας.
Κατά δημοσίευμα στον ιστότοπο t-online, ο Ιατρικός Διευθυντής της Κλινικής του Ομπερλαουζίτσερ της Σαξονίας Ματίας Μένγκελ, δήλωσε σε τηλεδιάσκεψη με πολίτες ότι οι γιατροί του νοσοκομείου του αναγκάστηκαν ήδη πολλές φορές να «επιλέξουν» ποιοι ασθενείς θα διασωληνωθούν, καθώς δεν επαρκούσαν οι κλίνες. Ο ίδιος ο κ. Μένγκελ επιβεβαίωσε αργότερα τις πληροφορίες του t-online: «Τις τελευταίες ημέρες βρισκόμαστε αρκετές φορές στην κατάσταση να πρέπει να αποφασίσουμε ποιος θα πάρει οξυγόνο και ποιος όχι», δήλωσε, επισημαίνοντας ότι καταβάλλεται πάντα προσπάθεια να μεταφερθούν ασθενείς σε άλλες κλινικές, «αλλά αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στο επίκεντρο, ολόκληρη η δυτική Σαξονία είναι γεμάτη και κάποια νοσοκομεία δεν δέχονται πλέον ασθενείς».
Λίγο αργότερα η εκπρόσωπος της κλινικής, Γιάνα-Κορντέλια Πέτσολντ, διέψευσε τον διευθυντή και απέδωσε το θέμα σε «παρανόηση». «Δεν υπήρξε εδώ περίπτωση μη διασωλήνωσης ασθενούς που την χρειαζόταν», τόνισε, για να προσθέσει: «Οι γιατροί μας αποφασίζουν για τα ενδεδειγμένα μέτρα και την εξατομικευμένη φροντίδα για κάθε ασθενή. Όλοι οι ασθενείς που έρχονται στο νοσοκομείο μας λαμβάνουν την καλύτερη δυνατή θεραπεία». Επιβεβαίωσε πάντως ότι ομάδα γιατρών είναι επιφορτισμένη με την ευθύνη της απόφασης διακομιδής ασθενών σε άλλα νοσοκομεία, εφόσον αυτό κρίνεται, κατά περίπτωση, αναγκαίο. «Ασφαλώς έχουν ήδη πεθάνει στην κλινική μας ασθενείς με τον κορονοϊό, γεγονός ιδιαίτερα επιβαρυντικό για γιατρούς και νοσηλευτές», παραδέχθηκε η κυρία Πέτσολντ, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι «όλοι δέχθηκαν θεραπεία ή παροχή οξυγόνου μέχρι το τέλος».
Κατηγορηματικές ήταν στο κοινό ανακοινωθέν τους η Γερμανική Διεπιστημονική Ένωση Εντατικής Θεραπείας και Επείγουσας Ιατρικής και η Ομάδα COVRIIN του Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κοχ: «Το γερμανικό σύστημα υγείας βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση. Δεν βρισκόμαστε όμως αυτή τη στιγμή στο σημείο να πρέπει να δίνουμε προτεραιότητα σε κάποιους ασθενείς», τονίζεται στην ανακοίνωση σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ανάλογη ήταν και η αντίδραση του συντονιστή για την κατανομή των ασθενών με την COVID-19 στην Σαξονία, του Κρίστιαν Κλέμπερ: «Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω κατηγορηματικά ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν ελεύθερες κλίνες ΜΕΘ στην Σαξονία και ότι οι ασθενείς κατανέμονται αναλόγως μέσω των κέντρων ελέγχου των νοσοκομείων. Μέχρι σήμερα όλα τα αιτήματα για κλίνη ΜΕΘ που έχουν υποβληθεί στα κέντρα ελέγχου των νοσοκομείων, έχουν διεκπεραιωθεί επιτυχώς», τόνισε ο κ. Κλέμπερ και πρόσθεσε ότι, σε περίπτωση υπερφόρτωσης, προβλέπεται η μεταφορά ασθενούς σε νοσοκομείο οπουδήποτε στη χώρα. Χάρη σε αυτό το σύστημα, διευκρίνισε, όλοι οι ασθενείς έχουν πρόσβαση σε ΜΕΘ, καθώς υπάρχουν περιοχές που δεν υφίστανται μεγάλη επιβάρυνση.
Στο ίδιο πνεύμα ήταν και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού της Σαξονίας Μίχαελ Κρέτσμερ (CDU), ο οποίος, σε συνέντευξή του στην Bild, δεν επιβεβαίωσε τις πληροφορίες περί «επιλογής» ασθενών, ενώ έκανε λόγο για «κραυγή για βοήθεια» εκ μέρους του διευθυντή της κλινικής, η οποία ερμηνεύθηκε υπερβολικά και υποστήριξε ότι ο γιατρός, σε μια συζήτηση «με ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να δεχτούν την κατάσταση, έκανε αυτό που συμβαίνει αρκετά συχνά - φώναξε πιο δυνατά, έγινε πιο δραστικός».
Αυτή η δήλωση δεν έγινε έτσι, συνέχισε ο κ. Κρέτσμερ: «Πρόκειται απλώς για μια περίπτωση όπου κάθε λέξη ζυγίζεται και ερμηνεύεται (...). Είναι λογικό σε μια τόσο φορτισμένη περίοδο». Ένα είναι ξεκάθαρο, τόνισε: «Στο Τσιτάου, στην Γερμανία, η ιατρική ασκείται σύμφωνα με τα κριτήρια της ιατρικής νομοθεσίας. Πιστεύω ότι οι γιατροί αισθάνονται τώρα πολύ άβολα, διότι ήθελαν να τραβήξουν την προσοχή εκείνων που δεν θέλουν να ακούσουν και να καταλάβουν πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση και πώς μπορεί να επηρεάσει τον καθένα μας (...) Ακόμη όμως και όταν υπερβάλλουν, οι γιατροί πρέπει να μιλούν και όχι να κρύβονται, διότι τότε θα λάβουν και την στήριξη που χρειάζονται από εμάς - και τη λαμβάνουν».