Νέο φως στα βιολογικά αίτια της δυσλεξίας έριξαν Ευρωπαίοι επιστήμονες, μια ανακάλυψη που ίσως βοηθήσει στην αντιμετώπιση της. Σύμφωνα με την έρευνα που δημοσιεύεται στο περιοδικό "Science", η δυσλεξία οφείλεται σε προβλήματα επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου, τις ακουστικές και τις γλωσσικές, που έχουν ως συνέπεια την ελαττωματική νευρική "καλωδίωση".
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι δυσλεκτικοί καταλαβαίνουν μεν μια χαρά τις ελάχιστες μονάδες ήχου (τα λεγόμενα φωνήματα) της γλώσσας, με τα οποία δημιουργούνται οι λέξεις, όμως δεν διαθέτουν τα κατάλληλα νευρωνικά κυκλώματα για την επεξεργασία τους λόγω των προβλημάτων ενδοεπικοινωνίας του εγκεφάλου.
Η δυσλεξία είναι μια συχνή μαθησιακή νευρολογική διαταραχή, από την οποία πάσχει το 4% έως 10% του παγκόσμιου πληθυσμού (ανάλογα με τη χώρα και τη γλώσσα) και η οποία δεν κάνει κοινωνικο-οικονομικές ή φυλετικές διακρίσεις. Οι δυσλεκτικοί συχνά δυσκολεύονται να γράψουν και να διαβάσουν σωστά, με συνέπεια να έχουν προβλήματα στην πορεία της εκπαίδευσής τους. Από την άλλη, διάσημοι και πανέξυπνοι άνθρωποι, όπως ο Γουόλτ Ντίσνεϊ και ο Στιβ Τζομπς, δεν εμποδίστηκαν από τη δυσλεξία τους να φθάσουν ψηλά στις επιδιώξεις τους.
Η δυσλεξία είναι πάθηση που κληροδοτείται από τους γονείς στα παιδιά και περιγράφεται ως ένα είδος "τύφλωσης απέναντι στις λέξεις" και είναι άσχετη με τον δείκτη νοημοσύνης.
Ακόμη υπάρχει μεγάλη μερίδα επιστημόνων που πιστεύει ότι δεν είναι ιατρικό πρόβλημα.
Έτσι, μέχρι σήμερα δύο είναι οι κυρίαρχες θεωρίες για τις αιτίες της: είτε ότι προκαλείται από πραγματικά προβλήματα καλωδίωσης του εγκεφάλου (κάτι που έρχεται να ενισχύσει η νέα έρευνα), είτε ότι προέρχεται απλώς από την ανικανότητα του εγκεφάλου να κατανοήσει τη σχέση ήχων και συμβόλων που απαρτίζουν την ανθρώπινη γλώσσα (χωρίς όμως να υπάρχει κάποιο ελαττωματικό νευροβιολογικό υπόβαθρο).