Οικονομία

Ένα στα δύο νοικοκυριά δεν μπορεί να βγάλει τον μήνα σύμφωνα με έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ

Για 1 στα 2 νοικοκυριά η κύρια πηγή εισοδήματος είναι η σύνταξη

Απαιτούνται πολιτικές ενίσχυσης των εισοδημάτων των νοικοκυριών, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, άρα δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και νέου πλούτου.

Αυτό σημειώνει η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος με αφορμή τη φετινή έρευνα του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων της συνομοσπονδίας για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών.

Σημειώνεται ότι πρόκειται για την 7η κατά σειρά έρευνα, και την 1η που διεξάγεται ύστερα από την ολοκλήρωση των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας.

Από τα ευρήματα της έρευνας καταγράφεται μια βελτίωση στους περισσότερους από τους δείκτες προσδιορισμού της κατάστασης των νοικοκυριών, γεγονός που ακολουθεί την γενικότερη βελτίωση που καταγράφουν οι κύριοι δείκτες της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζεται, είναι εμφανείς οι επιπτώσεις από την 10ετή οικονομική κρίση και την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που επιλέχθηκε ως μέτρο αντιμετώπισης της κρίσης χρέους της ελληνικής οικονομίας.

Έτσι και παρά την βελτίωση των δεικτών της έρευνας εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ διαπιστώνονται τα ακόλουθα που, όπως αναφέρεται, θα πρέπει να προβληματίσουν την ελληνική κυβέρνηση και τα πολίτικα κόμματα :

Με βάση αυτά τα βασικά ευρήματα για την έξοδο των νοικοκυριών από τον κίνδυνο φτώχειας, όπως αναφέρεται, απαιτούνται πολιτικές ενίσχυσης των εισοδημάτων τους, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, άρα δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και νέου πλούτου. Στο πλαίσιο αυτό σημειώνονται τα εξής:

Έτσι τα φορολογικά συστήματα που στα χέρια των κυβερνήσεων λειτουργούσαν ως μηχανισμός αποτελεσματικής και δίκαιης ανακατανομής του εισοδήματος και άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, έχουν αρχίσει να χάνουν τόσο το στοιχείο της αποτελεσματικότητας όσο και στο στοιχείο της δικαιοσύνης. Η δυνατότητα που έχουν τόσο οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες όσο και οι πλουσιότεροι άνθρωποι του πλανήτη, να επιλέγουν τις χώρες εκείνες με τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και να περιορίζουν εάν όχι να εκμηδενίζουν τις απώλειες στα κέρδη τους. έχει μεταλλάξει την φύση των φορολογικών συστημάτων από μηχανισμούς αναδιανομής των εισοδημάτων σε καθαρά εισπρακτικούς μηχανισμούς για την διατήρηση κάποιου επιπέδου λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και ενός ελάχιστου επιπέδου κοινωνικών παροχών. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί συνθήκες συνεχώς εντεινόμενης ανισότητας. '

Αλλωστε, όπως τονίζεται, σύμφωνα με όσα συμβαίνουν στην παγκόσμια κοινότητα, η αδυναμία των κυβερνήσεων να φορολογήσουν τον υπερβάλλοντα πλούτο μοιραία μετατοπίζει το φορολογικό βάρος προς τα φτωχότερα στρώματα. Εάν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί οι κυβερνήσεις θα καθίστανται ολοένα πιο αποδυναμωμένες και φτωχότερες, θα αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες των δημοσίων δαπανών, τόσο σε επίπεδο επενδύσεων όσο και σε παροχές κοινωνικής πολιτικής (ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, εκπαίδευσης κα). Είναι προφανές ότι το ζήτημα της ανισότητας και της πρόσβασης σε βασικούς μηχανισμούς κοινωνικής αναπαραγωγής τίθεται πλέον διεθνώς ως ένα παγκόσμιο πρόβλημα που απειλεί την κοινωνική συνοχή και τους δημοκρατικούς θεσμούς.

«Στην δική μας την περίπτωση η κατάσταση είναι δυσμενέστερη καθώς μέσα από την φορολογία καλούμαστε να εξυπηρετήσουμε και το υπέρογκο δημόσιο χρέος. Στο πλαίσιο αυτό, ο μακροπρόθεσμος στόχος επίτευξης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% έως το 2022 και 2,2% έως το 2060) που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στην ανάγκη εξεύρεσης επιπρόσθετων πόρων από την πραγματική οικονομία λειτουργώντας ως τροχοπέδη στην προώθηση ενός βιώσιμου αναπτυξιακού προγράμματος, με έμφαση στην κοινωνική ευημερία και στη μείωση των ανισοτήτων» όπως υπογραμμίζεται.

«Γενικά, η ολοκλήρωση των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και παρά τις πολυετείς δεσμεύσεις που ανέλαβε η χώρα, δίνει ένα περιθώριο προώθησης μιας περισσότερο ευέλικτης και προσαρμοσμένης πολιτικής στις ανάγκες των ελληνικών νοικοκυριών, σύμφωνα φυσικά με τις δημοσιονομικές δυνατότητες. Ωστόσο αυτό απαιτεί ένα πλαίσιο ευρύτερης συνεννόησης του πολίτικου προσωπικού της χώρας με στόχο την ενίσχυση και προώθηση της υγιούς επιχειρηματικότητας, στη βάση μιας ισχυρής αντιολιγοπωλιακής πολιτικής και ισότιμης συμμετοχής στην οικονομική ευημερία» καταλήγει η ΓΣΕΒΕΕ.