Ο περιβαλλοντικός δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα

Είναι κοινή διαπίστωση ότι η δυσμενής κοινωνική συγκυρία έχει εκτοπίσει από το δημόσιο διάλογο θεματικά αντικείμενα χωρίς βραχυπρόθεσμη επίπτωση στα δημοσκοπικά ευρήματα ή-στην καλύτερη των περιπτώσεων-στην αγοραστική δύναμη της ελληνικής οικογένειας. Τέτοιο είναι αναμφίβολα και το περιβάλλον, είτε ως αυτοτελές αντικείμενο προστασίας, είτε ως αναπτυξιακό κριτήριο, δηλαδή ως γνώμονας για το σχεδιασμό βιώσιμων και μακρόπνοων πολιτικών.

"Σε έκτακτες συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης η συνεκτίμηση του περιβαλλοντικού κριτηρίου είναι πολυτέλεια", είναι η μόνιμη επωδός. Μολονότι πραγματιστική, αυτή η προσέγγιση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Συχνά μάλιστα η αποσύνδεση της οικονομικής πολιτικής από το περιβαλλοντικό κριτήριο οδηγεί σε ματαίωση όλων των επιδιωκόμενων στόχων. Το φαινόμενο της αιθαλομίχλης από την ανεξέλεγκτη καύση ακατάλληλων υλικών αποτελεί ένα γλαφυρό παράδειγμα με δυσμενείς επιπτώσεις ακόμη και στη δημόσια υγεία: αμφίβολης σκοπιμότητας και εισπρακτικής αποτελεσματικότητας μέτρα φορολόγησης του καυσίμου θέρμανσης ελήφθησαν χωρίς να συνεκτιμηθεί, μεταξύ άλλων, η περιβαλλοντική επιβάρυνση από την εφαρμογή τους, και ειδικότερα από την εύλογη ανάγκη του πληθυσμού να ανεύρει ισοδύναμα μέσα.

Το λυπηρό όμως είναι ότι η στρέβλωση, αν όχι η παντελής απουσία, του «περιβαλλοντικού» διαλόγου στην Ελλάδα δεν αποτελεί γέννημα της κρίσης. Ήδη από τις εποχές της επίπλαστης ευμάρειας, ορισμένες γενικές παθογένειες που ευδοκιμούσαν ανέκαθεν στην ελληνική κοινωνία εκδηλώθηκαν ειδικότερα:

Πρώτον, η αξιολογική σύγχυση μέσων, σκοπών και αποτελεσμάτων. Αντί η οικονομική ανάπτυξη να βασιστεί στις περιβαλλοντικές αντοχές και ιδιαιτερότητες του τόπου, δηλαδή το περιβάλλον να αποτελέσει αυτοτελή παράγοντα αναπτυξιακού σχεδιασμού, αναζητούσαμε πάντοτε εκ των υστέρων την περιβαλλοντική επίπτωση μιας πολιτικής. Ακόμη μάλιστα και αν αυτή αποδεικνυόταν ωφέλιμη, ήταν αποσπασματική, αν όχι τυχαία. Πρόγραμμα και σχεδιασμός ήταν κατά κανόνα λέξεις άγνωστες.

Δεύτερον, η ιδεολογική καπηλεία. Όπως και πολλές ακόμη αξίες, το περιβάλλον έτυχε οικειοποίησης και υποκριτικής επίκλησης με πρακτικές ψηφοθηρίας ή δήθεν εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Ως «δημόσιο μέγεθος» είχε περιορισμένη απήχηση αλλά και εμβέλεια σε σχέση με την πανανθρώπινη διάστασή του, γιατί κάποιοι θεώρησαν αποκλειστικό προνόμιο τους να το επικαλούνται.

Τρίτον, η απόκλιση δημόσιου λόγου και ιδιωτικής πράξης. Το προσωπικό παράδειγμα πολλών ήταν έως και αντιδιαμετρικό με τη δημόσια ευαισθησία τους.

Η θεραπεία αυτών των στρεβλώσεων είναι προϋπόθεση για να αποκατασταθεί το περιβάλλον στη δημόσια σφαίρα ως οικολογική αυταξία και ως αναπτυξιακός μοχλός. Αν πράγματι γίνει κριτήριο διαμόρφωσης και όχι αντανακλαστική συνέπεια των υιοθετούμενων πολιτικών, γίνει σεβαστό το ισότιμο δικαίωμα του καθενός να το υπηρετεί στη δημόσια ζωή και εναρμονίσει ο καθένας το ατομικό του παράδειγμα με τη δημόσια ρητορική του, σύντομα θα υπάρξουν έμπρακτα και μετρήσιμα αποτελέσματα προς την κατεύθυνση μιας σταθερής και αειφόρου ανάπτυξης.

Για περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τα δικαιώματα του πολίτη στο περιβάλλον και στην ανάπτυξη δείτε στο www.carta-org.gr