Αυτόν τον… “τουρισμό” θέλουμε για την Ελλάδα;

Σημαντική πτώση στην ποιότητα του εισερχόμενου τουρισμού

H κατάσταση στον ελληνικό τουρισμό τείνει να μας θυμίσει αυτή του μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, Γοργόνες και Μάγκες.

Οι κάτοικοι της Ύδρας περιμένουν να πιάσουν την καλή, μετά την πληροφορία ότι ετοιμάζεται μεγάλη τουριστική επένδυση, που θα φέρει πολλά λεφτά στο νησί.

Όλοι κοιτάζουν πώς θα εκμεταλλευθούν τη συγκυρία, μέχρι…

…μέχρι που οι πρώτοι τουρίστες καταφθάνουν…

…και, αντί να αφήνουν χρήματα στο νησί, κλέβουν ό,τι βρίσκουν μπροστά τους : από κεφτέδες, μέχρι… κότες !

Γιατί συνέβη αυτό;

Γιατί, πολύ απλά, αυτούς τους τουρίστες κατάφεραν να φέρουν οι πολλά υποσχόμενοι... χαμηλού κόστους αερομεταφορείς!

Τι σχέση έχει αυτό με το ελληνικό τουριστικό προϊόν του 2015;

Ας ρίξουμε μια ματιά στα στοιχεία… στα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2014:

Μέσα σε ένα χρόνο, ο αριθμός των τουριστών αυξήθηκε κατά 23%.

Μέχρι εδώ καλά.

Πόσα χρήματα, όμως, άφησε ο καθένας εξ αυτών στην ελληνική οικονομία;

Μόλις 592 ευρώ, σε σχέση με τα 653 το 2013 και τα 646 ευρώ το 2012. Δηλαδή, όχι μόνο αντιστράφηκε η ανοδική τάση, που είχε ξεκινήσει το 2013, και, μάλιστα, με μείωση κοντά στο 10%, αλλά - επιπλέον - το ποσό υποχώρησε αισθητά κάτω και από τα επίπεδα του 2012 (646 ευρώ).

Με άλλα λόγια, έρχονται τουρίστες χαμηλότερου οικονομικού επιπέδου.

Ποιος τους φέρνει;

Προφανώς, και κατά κύριο λόγο, οι αεροπορικές χαμηλού κόστους. Δεν είναι τυχαίο ότι η σημαντική αυτή υποχώρηση συμπίπτει με την εδραίωση της παρουσίας της Ryanair στην Ελλάδα, και -κυρίως- με την ενίσχυση της παρουσίας της τόσο στο Ελευθέριος Βενιζέλος, όσο και στη βάση της στα Χανιά. 

Πρόκειται για την αεροπορική εταιρεία, που - πέραν των εξαιρετικά δεσμευτικών και πιεστικών όρων, τους οποίους επιβάλει στις περιοχές, όπου έχει παρουσία - υπόσχεται και υποστηρίζει ότι φέρνει εκατομμύρια τουρίστες.

Αυτό είναι γεγονός.

Ουδείς αντιλέγει.

Το θέμα, όμως, είναι τι είδους τουρίστες φέρνει.

Πρόκειται για χαμηλού οικονομικού επιπέδου ταξιδιώτες, οι οποίοι και δεν έχουν πολλά να ξοδέψουν, και πιέζουν τους ξενοδόχους και τους υπόλοιπους επαγγελματίες για εξαιρετικά χαμηλές τιμές. 

Το γεγονός ότι, μαζί με το μεγάλο πλήθος του φθηνού τουρισμού, υπάρχουν και κάποιοι εύποροι τουρίστες, που εκμεταλλεύονται τις απ’ ευθείας πτήσεις των χαμηλού κόστους αεροπορικών εταιρειών, όπως διαπιστώνεται από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, όχι μόνο δεν ανατρέπει τον κανόνα, αλλά είναι απλά η εξαίρεση που τον επιβεβαιώνει. Δηλαδή, και τα έσοδα για τις τοπικές κοινωνίες λιγοστεύουν, και - ακόμη χειροτέρα - δημιουργείται σταδιακά και με αυξανόμενο ρυθμό μια μονοπωλιακή κατάσταση απόλυτης εξάρτησης του προορισμού από τον αερομεταφορέα.

Πολύ απλά, ό,τι λάμπει -δηλαδή το αρχικό μπαμ στην εισροή τουριστών- δεν είναι χρυσός.

Πολύ απλά, αυτό συμβαίνει, όταν η αεροπορική εταιρεία, η οποία βεβαίως δεν ενδιαφέρεται στην ουσία για επενδύσεις, ούτε για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη νέων, υψηλού επιπέδου υπηρεσιών, ασκεί πλέον ηγετικό ρόλο και έχει αποκτήσει τη δυνατότητα να καθορίζει πλήρως το τουριστικό προϊόν των συγκεκριμένων περιοχών, των οποίων ελέγχει την αεροπορική κίνηση.

Και, αφού εδραιώσει την παρουσία της, πιέζει όλους τους εμπλεκόμενους με τον τουρισμό φορείς να αποδέχονται τις πρακτικές και τις εξαντλητικές χρεώσεις της, με την απειλή ότι -αν δε συμφωνήσουν- θα πάρει τα αεροπλάνα της και θα φύγει από την περιοχή.

Έτσι, κατορθώνει -όπου δεν την έχουν διώξει οι ίδιοι οι τοπικοί παράγοντες- να βγάζει κέρδη σε βάρος όλων των εμπλεκομένων.

Έμπειροι τουριστικοί παράγοντες εκτιμούν ότι, αν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα, αυτή η εικόνα θα συνεχίζεται και θα επιδεινώνεται εις βάρος των εσόδων για τη χώρα και των τοπικών κοινωνιών και προς όφελος αυτών, που απλά επιδιώκουν - με κάθε μέσο - τα άμεσα κέρδη τους, χωρίς να ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη των κατά τόπους προορισμών.

Έτσι, αντί να έρθει ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας και αύξηση των εσόδων, οι τοπικές κοινωνίες γίνονται υπηρέτες του μοντέλου “τζατζίκι, σουβλάκι, μουζάκα, ρουμς του λετ”, που παραπέμπει σε παλαιότερες δεκαετίες και σε λογικές της αρπαχτής.

Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει, και απευθύνεται στον πολιτικό κόσμο της χώρας και σε όσους λαμβάνουν αποφάσεις:

Αυτόν τον… “τουρισμό” θέλουμε για την Ελλάδα;