Ελληνίδες ανακάλυψαν την ορμόνη που κόβει την όρεξη

Πρόκειται για ένα μηχανισμό που πυροδοτείται από μια ορμόνη που παράγεται στα οστά

Ελληνίδες υπογράφουν την ανακάλυψη που περίμεναν όλες οι γυναίκες (και οι άνδρες βέβαια αλλά οι γυναίκες με πολύ μεγαλύτερη προσμονή): την ορμόνη εκείνη που κόβει την όρεξη!

Πρόκειται για μια ορμόνη που εκκρίνεται από τα κύτταρα που βρίσκονται στα οστά μας.

Η ορμόνη λιποκαλίνη 2 πυροδοτεί ένα βιολογικό μηχανισμό που ήταν άγνωστος μέχρι τώρα στους επιστήμονες και ρυθμίζει την όρεξή μας και την ποσότητα τροφής που καταναλώνουμε.

Μελλοντικά η εν λόγω ορμόνη, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί κατάλληλα για τον έλεγχο της παχυσαρκίας, τη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2 και άλλων μεταβολικών διαταραχών.

Οι Ελληνίδες ερευνήτριες, με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια Σταυρούλα Κουστένη και τη συνεργάτιδά της ερευνήτρια Ιωάννα Μόσιαλου του Τμήματος Φυσιολογίας και Κυτταρικής Βιοφυσικής του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Nature".

Όπως δήλωσε η Κουστένη, «τα τελευταία χρόνια μελέτες δικές μας και άλλες έδειξαν ότι τα οστά αποτελούν όργανο του ενδοκρινικού συστήματος και παράγουν ορμόνες που επηρεάζουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου, την ισορροπία της γλυκόζης, τη λειτουργία των νεφρών και την ανδρική γονιμότητα. Τα ευρήματά μας προσθέτουν σε αυτό τον κατάλογο μία κρίσιμη νέα λειτουργία των ορμονών των οστών, την καταστολή της όρεξης, πράγμα που μπορεί να ανοίξει μια τελείως νέα προσέγγιση στη θεραπεία των μεταβολικών διαταραχών».

Έως τώρα -αρχής γενομένης από το 2007- είχε ανακαλυφθεί ότι τα οστά εκκρίνουν τουλάχιστον δύο ορμόνες, τη FGF23 και την οστεοκαλσίνη. Το 2010 η Κουστένη ανακάλυψε ότι η απενεργοποίηση ενός γονιδίου (FOXO1) στους οστεοβλάστες, δηλαδή στα κύτταρα από όπου δημιουργούνται τα οστά, έκανε τα ποντίκια να τρώνε λιγότερο, να είναι πιο αδύνατα και να έχουν καλύτερα επίπεδα σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα τους.

Αυτή τη φορά, οι ερευνήτριες ανακοίνωσαν ότι ανακάλυψαν άλλη μια ορμόνη των οστών, τη λιποκαλίνη 2 (LCN2), μια πρωτεΐνη που εκκρίνεται από τους οστεοβλάστες,. Η συγκεκριμένη ορμόνη επεμβαίνει στον μεταβολισμό, καθώς εμπλέκεται στην έκκριση της ινσουλίνης και βελτιώνει την αντοχή στη γλυκόζη, όπως έδειξαν οι μελέτες στα πειραματόζωα.

Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι η ορμόνη LCN2 μπορεί να διασχίσει τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και να εισχωρήσει στον υποθάλαμο του εγκεφάλου. Στη συνέχεια -μέσω των κατάλληλων νευρώνων- ενεργοποιεί έναν γνωστό μηχανισμό (βιολογικό ‘μονοπάτι') καταστολής της όρεξης, με συνέπεια να μειώνεται η πρόσληψη της τροφής και έτσι να παρατηρείται απώλεια βάρους τόσο στα πειραματόζωα με φυσιολογικό βάρος, όσο και στα παχύσαρκα.

«Η ελπίδα μας είναι ότι η λιποκαλίνη 2 μπορεί να έχει τα ίδια αποτελέσματα στους ανθρώπους και ότι τα ευρήματά μας θα είναι δυνατό να μεταφραστούν στην ανάπτυξη θεραπειών για την παχυσαρκία και άλλες μεταβολικές διαταραχές», δήλωσε η κ. Κουστένη.

Οι πρώτες ενδείξεις στους ανθρώπους είναι όντως ενθαρρυντικές. Σε μια ανάλυση ασθενών με διαβήτη τύπου 2, η ερευνητική ομάδα βρήκε ότι τα επίπεδα της εν λόγω ορμόνης στο αίμα τους ήταν αντιστρόφως ανάλογη με το βάρος τους και το επίπεδο της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (μια ένδειξη για το επίπεδο του σακχάρου σε βάθος χρόνου).

«Με άλλα λόγια, οι ασθενείς με υψηλότερα επίπεδα λιποκαλίνης 2 είχαν χαμηλότερο βάρος και καλύτερη ισορροπία γλυκόζης», δήλωσε η Ελληνίδα φυσιολόγος, η οποία γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε στο Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών, πήρε το διδακτορικό της από το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ στη Βρετανία και τελικά μετακινήθηκε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια των ΗΠΑ το 2006.

Προς το παρόν, παραμένει πάντως ασαφές γιατί τα οστά μπορεί να εμπλέκονται στη μείωση της όρεξης. Πιθανώς η εν λόγω ορμόνη να βοηθά στη διατήρηση της οστικής μάζας και της σκελετικής ανάπτυξης.