BΙΝΤΕΟ: Όταν τα λευκά αιμοσφαίρια επιτίθενται

Κάθε δευτερόλεπτο ο οργανισμός μας εργάζεται σιωπηλά, όμως πολύ σκληρά για να μας προστατεύσει από μολύνσεις και ασθένειες.

Η διαδικασία αυτή αποτυπώθηκε σε ένα πολύ εντυπωσιακό timelapse βίντεο, το οποίο αποκαλύπτει πόσο… επιθετικά μπορούν να γίνουν τα λευκά αιμοσφαίρια.

Τα λευκά αιμοσφαίρια ή λευκοκύτταρα είναι κύτταρα του αίματος επιφορτισμένα με το ρόλο της άμυνας του οργανισμού έναντι σε λοιμώξεις. Υπάρχουν πέντε κύριοι τύποι λευκών αιμοσφαιρίων αλλά όλα παράγονται στο μυελό των οστών. Ζουν για περίπου 3 έως 4 ημέρες στο ανθρώπινο σώμα. Λευκά αιμοσφαίρια βρίσκονται σε όλο το σώμα.

Στο βίντεο αυτό φαίνεται η συγχρονισμένη επίθεση, με «στρατιωτική πειθαρχία», των λευκοκυττάρων σε ένα παρασιτικό σκουλήκι.

Τις εικόνες αυτές τράβηξε ο ερευνητής Steven Rosen και συνεργάτες του από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο.

Η μελέτη τους αποσκοπεί στο να καθορίσει κατά πόσο ένας συγκεκριμένος τύπος λευκοκυττάρων, γνωστά ως ηωσινόφιλα κοκκιοκύτταρα (eosinophilgranulocytes) θα επιτίθεντο σε παρασιτικά σκουλήκια, συμπεριλαμβανομένων των Caenorhabditiselegans(C. elegans).

Όπως αναφέρει δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Daily Mail, οι ερευνητές επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν αυτόν τον τύπο λευκών αιμοσφαιρίων επειδή είναι υπεύθυνα για την αντιμετώπιση πολυκύτταρων παράσιτων και καρκινικών κυττάρων, ενώ βοηθούν και στον έλεγχο των αλλεργιών και του άσθματος. Όπως ισχύει και για τους υπόλοιπους τύπους λευκοκυττάρων, αναπτύσσονται στο μυελό των οστών προτού «μεταναστεύσουν» στο αίμα.

Τα ηωσινόφιλα διαφέρουν από τα μονοκύτταρα, τα οποία βοηθούν στη διάσπαση των βακτηρίων, τα λεμφοκύτταρα που δημιουργούν τα αντισώματα για να αμύνονται έναντι διαφόρων ιών και τα ουδετερόφιλα, τα οποία έχουν σχεδιαστεί για να σκοτώνουν και να αφομοιώνουν τα βακτήρια και τους μύκητες. Ακόμη, τα βασεόφιλα κύτταρα προειδοποιούν για την ύπαρξη μολυσματικών φορέων στο αίμα. Εκκρίνουνχημικές ουσίεςόπως η ισταμίνη,για ναβοηθήσει στον έλεγχο τηςανοσολογικής απάντησηςτου οργανισμού.

Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο Journal of Experimental Medicine.