“Ο Πρωθυπουργός αντιγράφει την εκπαιδευτική πολιτική της Θάτσερ”

Με  αφορμή τη συνέντευξη την οποία  έδωσε ο Πρωθυπουργός κ. Α. Σαμαράς στην Κυριακάτικη Καθημερινή της 16.11.2014, ο Τάσος Κουράκης, Συντονιστής της Επιτροπής Ελέγχου Κυβερνητικού Έργου Παιδείας και Θρησκευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, έκανε την ακόλουθη δήλωση: 
 
«Εκ του αποτελέσματος», δηλαδή από τις επιδόσεις των μαθητών τους, δήλωσε ο Πρωθυπουργός κ. Α. Σαμαράς σε κυριακάτικη εφημερίδα, ότι θα κρίνονται οι καθηγητές.
 
Φαίνεται να αγνοεί ο κ. Πρωθυπουργός, ότι οι επιδόσεις των μαθητών, δεν δημιουργούνται «εν κενώ» και ότι οι εκπαιδευτικοί δεν διδάσκουν ανεπηρέαστοι από τις περιρρέουσες συνθήκες κλεισμένοι στον γυάλινο κόσμο τους. Αντιθέτως, υπάρχει πλήθος παραγόντων- κοινωνικών, οικονομικών ακόμα και γεωγραφικών- οι οποίοι καθιστούν αδύνατη την σύγκριση των επιδόσεων μεταξύ σχολείων : πώς θα μπορούσε κανείς να συγκρίνει την επίδοση ενός μαθητή σε κάποιο ακριτικό  νησί με την επίδοση ενός μαθητή  σε ένα μεσοαστικό προάστιο της Αθήνας;
 
Μια τέτοια ισοπεδωτική σύγκριση, εκτός του ότι αντιβαίνει  σε όλες τις σύγχρονες εκπαιδευτικές έρευνες, αναγκάζει τους εκπαιδευτικούς να γίνουν οι ίδιοι «βαθμοθήρες» και αντί να ασχολούνται – ως οφείλουν- με την πρόοδο του κάθε μαθητή τους ξεχωριστά, να ασχολούνται με την τελική τους «βαθμολογική επίδοση». Με τέτοιες μεθόδους, δεν προάγεται η φιλομάθεια, ούτε καλλιεργείται η γνώση.
 
Η δήλωση του κ. Πρωθυπουργού, ότι μία τέτοια εκπαιδευτική πολιτική θα χωρίσει τα σχολεία σε «αποτελεσματικά» και «μη αποτελεσματικά»,  έρχεται από πολύ παλιά, από την εμπειρία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην εκπαίδευση που ξεκίνησε τη δεκαετία του ΄90, στην οποία πρωτοστάτησε η Μ. Θάτσερ με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα για τη βρετανική εκπαίδευση: η Μ. Βρετανία 2η σε σχολική διαρροή στην Ευρώπη με ποσοστό 31,4%. Με την κρατική επιχορήγηση, το μισθό των εκπαιδευτικών, τις υλικοτεχνικές υποδομές και όλα όσα χρειάζονται για να λειτουργήσει σωστά μία σχολική μονάδα, να εξαρτώνται «αναλογικά» από την κατάταξη του σχολείου στη λίστα της «καλής» ή της «κακής» βρετανικής αξιολόγησης. Είναι λοιπόν εδώ και δεκαετίες γνωστό, ότι με τέτοιες πρακτικές, δεν «αναβαθμίζεται η δημόσια παιδεία», όπως θέλει να δηλώνει ο κ. Πρωθυπουργός, αντιθέτως βαθαίνει το ταξικό χάσμα, εντείνονται οι διαφορές, τονίζονται οι ανισότητες, για τις οποίες ουδεμία ευθύνη φέρουν ούτε οι μαθητές αλλά ούτε και οι καθηγητές τους, παρά οι πολιτικές που έχουν ακολουθηθεί τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα. Το άμεσο αποτέλεσμα μίας τέτοιας πολιτικής, θα είναι να διαχωριστούν τα σχολεία σε σχολεία «ελίτ» και σχολεία «γκέτο», με τους εκπαιδευτικούς να προσπαθούν να βρεθούν στα πρώτα προκειμένου να μη θεωρηθούν «αναποτελεσματικοί» και θέσουν σε κίνδυνο το εργασιακό τους μέλλον. Υπάρχει δε η ανησυχία, ότι αν μια τέτοιου είδους «αξιολόγηση» συνδυαστεί με τα περίφημα voucher στην εκπαίδευση και την δυνατότητα οι γονείς να επιλέγουν ελεύθερα το σχολείο στο οποίο θα εγγράψουν το παιδί τους, ο ταξικός διαχωρισμός να βαθύνει και να καταστεί αγεφύρωτος, διότι –όπως είναι φυσιολογικό- μόνο οι γονείς οι οποίοι έχουν την κοινωνικοοικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στο κόστος μίας τέτοιας επιλογής θα έχουν ουσιαστικά τη δυνατότητα να επιλέξουν το «καλό»- σύμφωνα με τα κριτήρια μία τέτοιας καταστροφικής αξιολόγησης- σχολείο.
 
Η δημόσια παιδεία για να αναβαθμιστεί, δεν χρειάζεται τρομοκρατημένους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι να υποχρεώνονται να σηκώσουν στους ώμους τους όλες τις συνέπειες μία ανεπαρκούς και ενίοτε απούσας Πολιτείας, ούτε μαθητές  να κυνηγούν την «αριστεία» προκειμένου να παραμείνουν εντός του εκπαιδευτικού συστήματος. Η δημόσια εκπαίδευση είναι για όλους, ενδιαφέρεται για όλους, θεραπεύει το δημόσιο συμφέρον, μεριμνά ιδιαιτέρως για τους μαθητές που έχουν ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες με δομές ενισχυτικής και πρόσθετης διδακτικής στήριξης  και μόνο έτσι μπορεί να λειτουργήσει σαν μοχλός ανάπτυξης. Το Κράτος πριν «αξιολογήσει» και πριν «κουνήσει το δάκτυλο», ας φροντίσει να είναι επαρκές στις δικές του υποχρεώσεις και ας μας δείξει τις δικές του «επιδόσεις» για να κρίνουμε και εμείς την πολιτική του «εκ του αποτελέσματος».