Η αυτοκριτική του ΔΝΤ: Έπρεπε να ζητήσουμε ελάφρυνση χρέους το 2010

"Κόλαφος" η έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης του Ταμείου για τους χειρισμούς στο ζήτημα της Ελλάδας

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν απαίτησε ελάφρυνση του ελληνικού χρέους στο πλαίσιο του προγράμματος διάσωσης το 2010, παρά τις εκπεφρασμένες απόψεις στελεχών του ΔΝΤ ότι αυτό θα ήταν κρίσιμο για την επιτυχία του προγράμματος, σύμφωνα με την έκθεση εσωτερικής έρευνας του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης του Ταμείου που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.

Το ΔΝΤ επίσης δεν έκανε σοβαρή προσπάθεια ποσοτικοποίησης του ρίσκου της χρηματοπιστωτικής εξάπλωσης ανά την Ευρώπη που χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει τη χορήγηση στην Ελλάδα μίας “κατ' εξαίρεση πρόσβασης”, μολονότι το χρέος της χώρας μας θεωρείτο ευρέως στο εσωτερικό του ΔΝΤ ότι δεν είχε υψηλή πιθανότητα να αποπληρωθεί στο σύνολό του.

“Δεν υπήρξε καμία έντονη προσπάθεια άρθρωσης ενός πειστικού δρόμου για την ανάκτηση της βιωσιμότητας του χρέους στην Ελλάδα, πέρα από ένα πρόγραμμα επίσημης χρηματοδότησης, δημοσιονομικής προσαρμογής και δομικών μεταρρυθμίσεων”, αναφέρεται στην έκθεση, η οποία τονίζει πως οι κανονισμοί του ΔΝΤ για την κατ' εξαίρεση πρόσβαση “ακολουθήθηκαν μόνο με τυπικό χαρακτήρα”. Οι μεταβολές για τη δημιουργία μίας “συστημικής εξαίρεσης” που επέτρεψε την έγκριση του ελληνικού προγράμματος απέκλινε από τη συνήθη συμβουλευτική διαδικασία όπου οι μεγάλες αποφάσεις εξετάζονται προσεκτικά, σύμφωνα με την έκθεση.

Αν και κάποιοι ανώτατοι αξιωματούχοι του ΔΝΤ δεν πίστευαν το 2010 πως το ελληνικό χρέος ήταν βιώσιμο, σύμφωνα με την έκθεση υπήρχε “πίεση” για έγκριση του προγράμματος, με τον τότε επικεφαλής του Ταμείου, Ντομινίκ Στρος-Καν, να αποφασίζει “να ακολουθήσει μία απόφαση που ήδη είχε ληφθεί από τους Ευρωπαίους πολιτικούς και να ρισκάρει” ότι η σταθερότητα στην Ελλάδα μπορεί να ανακτηθεί χωρίς προληπτική αναδιάρθρωση χρέους. Αντίθετα, σημειώνεται στην έκθεση, τα προγράμματα διάσωσης της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας ήταν πολύ πιο επιτυχημένα, χάρη και στην ισχυρή “εθνική ιδιοκτησία” των προγραμμάτων και την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων.

Ανώτατα στελέχη του ΔΝΤ ανέφεραν πως πήραν πολλά μαθήματα από το ελληνικό πρόγραμμα και αναγνώρισαν πως οι δημοσιονομικές τους προβολές ήταν υπερβολικά αισιόδοξες, ότι υποτίμησαν την έλλειψη πολιτικής βούλησης για δομικές αλλαγές στην Ελλάδα και ότι το πρόγραμμα βασιζόταν υπερβολικά σε περικοπές στον προϋπολογισμό, που προκάλεσαν βαθύτερη ύφεση. Ωστόσο, επεσήμαναν πως βασικός τους σκοπός το 2010 ήταν να αποτραπεί η μετάδοση του κινδύνου που απειλούσε να κυριεύσει την Ευρώπη.

Μεταξύ των προτάσεων του ανεξάρτητου γραφείου είναι η ανάπτυξη διαδικασιών που περιορίζουν το περιθώριο για πολιτικές παρεμβάσεις στην τεχνική ανάλυση του ΔΝΤ.

Πάντως, η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, σε δήλωσή της υποστήριξε πως το Ανεξάρτητο Γραφείο Αξιολόγησης δεν απέδειξε επαρκώς ότι η τεχνική ανάλυση του ΔΝΤ υποβαθμίστηκε λόγω πολιτικών πιέσεων, ενώ διαφώνησε με την ανάγκη για νέες διαδικασίες, υποστηρίζοντας πως η γενική εμπλοκή του ΔΝΤ στην κρίση στην Ευρωζώνη ήταν επιτυχημένη, ωστόσο η Ελλάδα είναι “ειδική περίπτωση”.

“Η Ελλάδα έθεσε πρόσθετες και μοναδικές προκλήσεις. Με απαράμιλλη διεθνή στήριξη, η χώρα προχώρησε σε μία αξιοσημείωτη δημοσιονομική προσαρμογή. Ωστόσο η χώρα επλήγη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι άλλες χώρες εξαιτίας των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν από οργανωμένα συμφέροντα, από σοβαρά προβλήματα εφαρμογής του προγράμματος, καθώς και από τις επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις. Τα παραπάνω οδήγησαν σε πολλαπλές κρίσεις, υπονομεύοντας έτσι την εμπιστοσύνη προς τη χώρα, αφήνοντας τον φόβο του Grexit να επικρέμεται. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η ύφεση στη χώρα να είναι πολύ βαθύτερη σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις του Προγράμματος”, αναφέρει η Λαγκάρντ.

Η ίδια αναγνωρίζει ότι κανένα από αυτά τα εμπόδια που προέκυψαν κατά την εφαρμογή του Προγράμματος δεν είχε προβλεφθεί εκ των προτέρων, με αποτέλεσμα το πρώτο πρόγραμμα να αποδειχθεί εξαιρετικά αισιόδοξο. “Παρά ταύτα η Ελλάδα παρέμεινε μέλος της ζώνης του ευρώ, επιτυγχάνοντας έτσι τον βασικό στόχο που είχε τεθεί εξ αρχής, τόσο από την ίδια τη χώρα όσο και από τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης”.