"Σήμερα είναι μια ξεχωριστή μέρα, καθώς όλα δείχνουν ότι η χώρα μας βγαίνει ξανά στις αγορές μετά από τέσσερα χρόνια" τόνισε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, μιλώντας στο συνέδριο "Επιμελώς Επιχειρείν" που διοργανώνει η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος.
Όπως τόνισε ο κ. Μίχαλος: "Κρίσιμης σημασίας θεωρούμε και την επικείμενη έκδοση ομολόγου από το ελληνικό δημόσιο, για πρώτη φορά μετά το 2010, όπως προείπα κατά πάσα πιθανότητα σήμερα. Πλέον, η επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές θεωρείται βέβαιη – και μάλιστα δείχνει να έχει ήδη δημιουργηθεί ένα θετικό κλίμα αναμονής. Η κίνηση αυτή πιστεύουμε ότι θα έχει καθοριστικό ρόλο στην προσπάθεια ανάκαμψης. Όχι γιατί θα αποτελέσει πανάκεια στα προβλήματα της οικονομίας. Αλλά γιατί, στο βαθμό που θα είναι επιτυχημένη, θα επιβεβαιώσει οριστικά την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών. Θα ανοίξει το δρόμο για να επιστρέψει η ρευστότητα και η ροή κεφαλαίων προς τη χώρα, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις της. Θα δημιουργήσει καλύτερες προϋποθέσεις για την προσέλκυση των ιδιωτικών κεφαλαίων που απαιτούνται για την υλοποίηση παραγωγικών επενδύσεων και τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας. Επιπλέον, η άρση του αποκλεισμού της χώρας από τις αγορές, θα δώσει επίσης μια πολύτιμη ανάσα στις εξωστρεφείς επιχειρήσεις, που τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζουν ένα τεράστιο ανταγωνιστικό μειονέκτημα, λόγω της έλλειψης ρευστότητας και του ακριβού δανεισμού.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι η έκδοση ομολόγου, αποτελεί μια εθνικής σημασίας προσπάθεια, η οποία απαιτεί συσπείρωση και στήριξη από όλες τις πλευρές. Θα ήταν μεγάλο λάθος, το κρίσιμο αυτό εγχείρημα να υπονομευθεί στο πλαίσιο της προεκλογικής αντιπαράθεσης και των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Η επιστροφή στις αγορές είναι υπόθεση που αφορά όλους και πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα πάει καλά".
Κ. Μίχαλος: Μάχη ενάντια σε κάθε κίνηση υποβάθμισης του θεσμού των Επιμελητηρίων
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ τόνισε ακόμη ότι τα Επιμελητήρια μπορούν και πρέπει να βρεθούν στο επίκεντρο της προσπάθειας για περιφερειακή ανάπτυξη.
Αναφερόμενος στην τροπολογία 185 βουλευτών όλων των κομμάτων – πλην ΚΚΕ και Χρυσής Αυγής – για τα Επιμελητήρια σημείωσε: "Ζητούμε, λοιπόν, από την κυβέρνηση να αποσύρει τη ρύθμιση για άρση της υποχρεωτικής εγγραφής στα Επιμελητήρια από το 2015. Η ρύθμιση αυτή, ισοδυναμεί ουσιαστικά με λουκέτο για το θεσμό, που λειτουργεί μέχρι σήμερα με αποκλειστική χρηματοδότηση από τα μέλη του και χωρίς να επιβαρύνει ούτε κατά ένα ευρώ τον κρατικό προϋπολογισμό.
Όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα, εάν τα Επιμελητήρια εκλείψουν με τη σημερινή τους μορφή, το σύνολο των υπηρεσιών που παρέχουν θα πρέπει να μεταφερθεί στο κράτος και να χρηματοδοτηθεί από τον προϋπολογισμό. Το κόστος που θα υπάρξει με άλλα λόγια θα είναι πολλαπλάσιο από το – αμελητέο – όφελος για τις επιχειρήσεις από την κατάργηση της συνδρομής.
Κανείς δεν αρνείται την ανάγκη αναμόρφωσης της λειτουργίας των Επιμελητηρίων, ώστε οι υπηρεσίες τους να προσαρμοστούν ακόμη καλύτερα στις ανάγκες της εποχής και των μελών τους. Γι' αυτό, άλλωστε, η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων έχει ξεκινήσει την κατάρτιση ολοκληρωμένης πρότασης, για τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση του θεσμού.
Όμως, θα δώσουμε μάχη ενάντια σε κάθε κίνηση υποβάθμισης του θεσμού. Ενός θεσμού που υπηρετεί εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Ενός θεσμού που αποδεικνύει καθημερινά τη χρησιμότητα και την αποδοτικότητά του".
Υπογράμμισε ότι στη νέα προσπάθεια για τη στήριξη της Περιφερειακής Ανάπτυξης, τα Επιμελητήρια μπορούν και πρέπει να έχουν ουσιαστική συμμετοχή.
"Είναι οι φορείς που βρίσκονται σε άμεση επαφή με τις παραγωγικές δυνάμεις κάθε περιοχής. Διαθέτουν βαθιά γνώση των προβλημάτων, των ιδιαιτεροτήτων, των πλεονεκτημάτων και των αναπτυξιακών δυνατοτήτων σε τοπικό επίπεδο.
Εκπροσωπούν το σύνολο των επιχειρηματικών κλάδων και είναι ο φυσικός φορέας εκπροσώπησης κυρίως των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά κάθε τοπικής οικονομίας.
Έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν ως άτυποι σύμβουλοι των μελών τους, σε θέματα εξωστρέφειας, επενδύσεων, αξιοποίησης ευκαιριών χρηματοδότησης κτλ.
Παράλληλα, όμως, αναλαμβάνουν να ασκούν και γνωμοδοτικό ρόλο σε θέματα τοπικής ανάπτυξης, μέσω της συμμετοχής τους σε σχετικές επιτροπές, συμβούλια, ομάδες εργασίας κ.τ.λ. Μελετούν τα προβλήματα που απασχολούν την οικονομία κάθε περιοχής. Αναπτύσσουν συγκεκριμένες προτάσεις, διεκδικήσεις και αιτήματα, με στόχο τη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών για την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Επίσης, μέσω της δικτύωσής τους σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη διαπεριφερειακών και διακρατικών δικτύων συνεργασίας. Μπορούν να μεταφέρουν καλές πρακτικές από περιφέρειες του εξωτερικού και να επεξεργάζονται προτάσεις για την προσαρμογή τους στα τοπικά δεδομένα" ανέφερε.