“Νάιν” της Μέρκελ σε νέο γύρο συνομιλιών για ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ

Οι γερμανοί αξιωματούχοι κατακρίνουν τους διωγμούς του Ερντογάν εναντίον αντικαθεστωτικών και δημοσιογράφων

Η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ανακοίνωσε σε βουλευτές του συντηρητικού Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματός της χθες ότι αντιτίθεται στην έναρξη νέων συνομιλιών με την Τουρκία για να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγραψε η γερμανική εφημερίδα Bild.

Αυτό σημαίνει ότι οι συνομιλίες έχουν ουσιαστικά λήξει, ανέφερε η εφημερίδα στο σημερινό φύλλο της, επικαλούμενη πηγές που συμμετείχαν στην κομματική συνάντηση.

Η Μέρκελ πρότεινε στα στελέχη του κόμματος να εξηγήσουν ξεκάθαρα αυτή την απόφαση σε ψηφοφόρους που ζητούν να μάθουν τη θέση του κόμματος ως προς την Τουρκία, είπε η εφημερίδα.

Ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είπε χθες ότι η χώρα του "δεν έχει σφραγίσει το βιβλίο" ακόμα στο θέμα ένταξής της στην ΕΕ από την περασμένη εβδομάδα που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρότεινε το "πάγωμα" των ενταξιακών συνομιλιών, αλλά πρόσθεσε ότι η Άγκυρα έχει άλλες προοπτικές, με άλλα μέλη.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε την περασμένη εβδομάδα - με 479 ψήφους υπέρ και 37 κατά - να υιοθετήσει μια μη-δεσμευτική πρόταση για την αναστολή των συνομιλιών με την Τουρκία λόγω της "δυσανάλογης" αντίδρασης της κυβέρνησης στο αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου.

Οι γερμανοί αξιωματούχοι κατακρίνουν τους διωγμούς του Ερντογάν εναντίον αντικαθεστωτικών και δημοσιογράφων μετά το πραξικόπημα, παρότι η Μέρκελ - η οποία έχει υπ' όψιν της τα εκατομμύρια των προσφύγων που διαμένουν ακόμα στη Τουρκία - τόνισε την Παρασκευή την ανάγκη να σεβαστεί και η Τουρκία αλλά και η ΕΕ τις δεσμεύσεις μεταξύ τους.

Ο Ερντογάν έχει αφήσει να εννοηθεί ότι μπορεί να ακυρώσει μια συμφωνία φιλοξενίας εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών εντός των τουρκικών συνόρων με αντάλλαγμα την υπόσχεση ταχύτερων ενταξιακών συνομιλιών, μετακίνηση τούρκων πολιτών σε χώρες της ΕΕ χωρίς ταξιδιωτική θεώρηση (βίζα) και χρηματοδότηση.

Μετά από το πραξικόπημα, η κυβέρνηση έθεσε υπό κράτηση ή απέλυσε πάνω από 125.000 άτομα - μεταξύ των και στρατιωτικοί, εκπαιδευτικοί, δικαστές, δημοσιογράφοι και κούρδοι ηγέτες - ισχυριζόμενη ότι υποστήριξαν το πραξικόπημα, ενώ οι αντίπαλοί της, όπως οργανώσεις δικαιωμάτων και μερικοί Δυτικοί σύμμαχοι, την κατηγορούν για προσπάθεια εξάλειψης κάθε διαφωνίας προς στο καθεστώς.