Ποιοι μουσουλμάνοι θα μπορούν να παίρνουν βίζα για τις ΗΠΑ

Ποιοι μουσουλμάνοι θα μπορούν να παίρνουν βίζα για τις ΗΠΑ

 Τι ισχύει για τους πολίτες της Συρίας, Λιβύης, Ιράν, Σουδάν, Σομαλίας και Υεμένης, σύμφωνα με το διάταγμα που επανήλθε σε ισχύ

Στις 26 Ιουνίου, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών επανέφερε μερικώς σε ισχύ  το  αμφιλεγόμενο αντιμεταναστευτικό Διάταγμα του προέδρου Τραμπ, εν αναμονή της εξέτασης του θέματος επί της ουσίας, το φθινόπωρο.

Το διάταγμα απαγορεύει την είσοδο στις ΗΠΑ στους κατοίκους έξι μουσουλμανικών χωρών (Συρία, Λιβύη, Ιράν, Σουδάν, Σομαλία και Υεμένη) και θα εφαρμόζεται για τα πρόσωπα που «δεν έχουν εγκαθιδρύσει μια σχέση αγαθής προαίρεσης με κάποιο πρόσωπο ή μια οντότητα στις ΗΠΑ».

Σύμφωνα με τις οδηγίες που εξέδωσε το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, όσοι αιτούνται για την χορήγηση βίζας εισόδου στις ΗΠΑ και κατάγονται από τις έξι χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία θα πρέπει να έχουν μία στενή οικογενειακή σχέση με Αμερικανό πολίτη ή επίσημες σχέσεις με έναν φορέα στις ΗΠΑ, προκειμένου να εισέλθουν στο αμερικανικό έδαφος.

Οι επίσημες οδηγίες καθορίζουν ότι ο αιτούμενος την βίζα πρέπει να έχει μία στενή οικογενειακή σχέση όπως να είναι γονιός, πατέρας, σύζυγος, παιδί ή ενήλικο τέκνο ή κόρη, η γαμπρός ή νύφη ή αδερφός με Αμερικανό πολίτη, όπως αναφέρεται στο επίσημο έγγραφο, αντίγραφο του οποίου έφτασε στο Reuters.

Θα επιτρέπεται επίσης η είσοδος σε φοιτητές που έχουν γίνει δεκτοί από αμερικανικά πανεπιστήμια.

Αναμένεται πάντως ότι θα χρειαστούν αρκετές ημέρες μέχρι να εφαρμοστούν πλήρως τα μέτρα που προβλέπονται από το διάταγμα.

Το διάταγμα, που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις σε όλον τον κόσμο, προβλέπει ότι η απαγόρευση εισόδου θα ισχύει για 90 ημέρες για τους πολίτες των έξι χωρών και 120 ημέρες για τους πρόσφυγες από οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, χρονικό διάστημα κατά το οποίο η κυβέρνηση θα επανεξετάσει τις διαδικασίες ελέγχου των νέων αφίξεων.

Κατά συνέπεια, η εξέταση του διατάγματος και της νομιμότητάς του από το Ανώτατο Δικαστήριο το φθινόπωρο μπορεί, παραδόξως, να γίνει αφού έχει τερματιστεί η εφαρμογή του.