Νότια Κορέα: Πρόεδρος ο υποψήφιος που θεωρεί τον Κιμ Γιονγκ Ουν “φίλο”

Με σαφές προβάδισμα έναντι του αντιπάλου του, ο φιλελεύθερος Μουν Τζε-ιν στην ηγεσία της Σεούλ

Νέος πρόεδρος της Νότιας Κορέας θα είναι, όπως δείχνουν τα exit polls, ο φιλελεύθερος υποψήφιος Μουν Τζε-ιν του κόμματος Minjoo. Τα δυο δυνατά χαρτιά του Μουν είναι η μετριοπαθής προσέγγισή του απέναντι στον Κιμ Γιονγκ Ουν και τη Βόρεια Κορέα, αλλά και την αλλαγή του πλαισίου διοίκησης των μεγάλων επιχειρήσεων που διοικούνται από οικογένειες στη Νότια Κορέα. Να σημειωθεί ότι πολλές εταιρείες δραστηριοποιούνται εδώ και χρόνια στη Ν. Κορέα.

Σύμφωνα με τα exit polls που παρουσίασαν σήμερα τρία τηλεοπτικά δίκτυα της χώρας, ο Μουν συγκεντρώνει ποσοστό 41,4%. Ακολουθεί ο Χονγκ Τζουν-πιο του πρώην κυβερνώντος κόμματος Ελευθερία Κορέα με ποσοστό 23,3%. Ο Αν Τσουλ-σου από το κεντρώο Λαϊκό Κόμμα συγκεντρώνει ποσοστό 21,8%, και καταλαμβάνει την τρίτη θέση μεταξύ των πέντε βασικών υποψηφίων. Ο Γου Σουνγκ-μιν, του συντηρητικού Δεξιού Κόμματος συγκεντρώνει 7,1% και ο Σιμ Σανγκ-γιουνγκ του Κόμματος Δικαιοσύνης ποσοστό 5,9%.

Οι πρόωρες προεδρικές εκλογές στη χώρα διεξάγονται μετά το σκάνδαλο οικονομικής διαφθοράς που έπληξε την πολιτική αξιοπιστία της χώρας, οδηγώντας στην αποπομπή εκ των προεδρικών καθηκόντων της, της πρώην προέδρου, Παρκ Γκουν-χιέ.

Ο Μουν είχε χάσει τις προεδρικές εκλογές υπέρ της Παρκ, το 2012, με μικρή διαφορά, και ασκεί κριτική στις δύο προηγούμενες συντηρητικές κυβερνήσεις, καταλογίζοντας τους, αποτυχία ως προς τον τερματισμό ανάπτυξης του πυρηνικού και πυραυλικού προγράμματος όπλων της Βόρειας Κορέας.

Ο ίδιος, υποστηρίζει την υιοθέτηση μιας πολιτικής διπλής κατεύθυνσης που θα περιλαμβάνει το διάλογο με την Πιονγιάνγκ, αλλά και την άσκηση πίεσης μέσω της εφαρμογής των εμπορικών και οικονομικών περιορισμών, προκειμένου το καθεστώς της Βόρειας Κορέας, ν' αλλάξει στάση.

Τι αλλάζει στην Νότια Κορέα αλλά και πώς αναμένεται να επηρεάσει τον υπόλοιπο κόσμο

Μια αποφασιστική νίκη του Μουν θα έθετε τέρμα σε πολλούς μήνες πολιτικής αναταραχής μετά την απόφαση του κοινοβουλίου τον Δεκέμβριο να αποπέμψει την πρόεδρο Παρκ Γκουν-χιέ, κατηγορούμενη σε ένα εκτεταμένο σκάνδαλο διαφθοράς.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο επικύρωσε την αποπομπή της τον Μάρτιο, με αποτέλεσμα να γίνει η πρώτη δημοκρατικά εκλεγμένη πρόεδρος που απομακρύνεται από τον θώκο και να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές για την εκλογή του διαδόχου της.

Φορώντας σκούρο μπλε κοστούμι με μπλε γραβάτα, ο Μουν αντάλλασσε χαμογελαστός χειραψίες με τους υποστηρικτές του και αξιωματούχους ενώ κατευθυνόταν προς το κτίριο του Δημοκρατικού Κόμματός του σήμερα το απόγευμα, όπως κατέγραψαν οι τηλεοπτικές κάμερες.

Είπε στο κόμμα του πως θα προωθήσει μεταρρυθμίσεις και θα ενισχύσει την εθνική ενότητα αν η εκλογή του ως προέδρου επιβεβαιωθεί.

Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Gallup Korea που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα, ο Μουν είχε 38% ποσοστό υποστήριξη σε μια ψηφοφορία με 13 υποψηφίους.

Ο Μουν αναμένεται να ορκιστεί αύριο Τετάρτη αφού προηγουμένως η Εθνική Εκλογική Επιτροπή ανακοινώσει τα επίσημα αποτελέσματα. Οι περισσότεροι υποψήφιοι, περιλαμβανομένου του Μουν, είχαν πει πως δεν θα γίνει πομπώδης τελετή ορκωμοσίας και ότι θα αρχίσουν αμέσως δουλειά.

Ο νέος ηγέτης αναμένεται σύντομα να ανακοινώσει το όνομα του πρωθυπουργού, ο οποίος θα χρειαστεί την έγκριση του κοινοβουλίου, και τα χαρτοφυλάκια των κυριότερων υπουργών, περιλαμβανομένων εκείνων της εθνικής ασφάλειας και των οικονομικών, που δεν χρειάζονται κοινοβουλευτική έγκριση.

Στη νίκη του Μουν συνέβαλε η ισχυρή υποστήριξη από τους νέους, η πλειονότητα των οποίων τον ψήφισε, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.

Πολλοί υποστηρικτές του είχαν συμμετάσχει σε μεγάλα, ειρηνικά συλλαλητήρια που διοργανώνονταν τα Σαββατοκύριακα τους τελευταίους μήνες του 2016 και τους πρώτους μήνες του 2017, ζητώντας από την Παρκ να παραιτηθεί.

Ο Μουν, οι προεκλογικές υποσχέσεις του οποίου περιλαμβάνουν μια πολιτική με «πρώτο το εθνικό συμφέρον», άγγιξε τους ανθρώπους που θέλουν η χώρα να αντιμετωπίσει άφοβα τους ισχυρούς συμμάχους και γείτονές της.

Σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο έγραψε πως η Νότια Κορέα πρέπει να μάθει να λέει «όχι στην Αμερική».
Ο Μουν τάσσεται υπέρ του διαλόγου με τη Βόρεια Κορέα προκειμένου να κατευνασθούν οι αυξανόμενες εντάσεις για το επιταχυνόμενο πυρηνικό και πυραυλικό πρόγραμμα της Πιονγκγιάνγκ. Θέλει επίσης να μεταρρυθμίσει τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, όπως η Samsung και η Hyundai, και να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες προκειμένου να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας.

Ο Μουν, που είχε χάσει με μικρή διαφορά από την Παρκ στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές το 2012, επέκρινε τις δύο προηγούμενες συντηρητικές κυβερνήσεις ότι δεν κατάφεραν να σταματήσουν την ανάπτυξη όπλων της Βόρειας Κορέας. Τάσσεται υπέρ του διαλόγου με παράλληλη διατήρηση της πίεσης και των κυρώσεων στην Πιονγκγιάνγκ.

Οι εκλογές παρακολουθούνται στενά από συμμάχους και γείτονες σε μια εποχή υψηλών εντάσεων λόγω της ταχείας ανάπτυξης όπλων από τη Βόρεια Κορέα μετά την πραγματοποίηση της τέταρτης πυρηνικής δοκιμής της πέρυσι τον Ιανουάριο. Το Σεπτέμβριο πραγματοποίησε μια πέμπτη πυρηνική δοκιμή και θεωρείται πως είναι έτοιμη για την επόμενη.

Ο Μουν είπε σε λάιβ στριμ στο You Tube πως η Νότια Κορέα πρέπει να αναλάβει πιο ενεργό διπλωματικό ρόλο προκειμένου να αναχαιτίσει την πυρηνική απειλή της Βόρειας Κορέας και να μην παρακολουθεί αμέτοχη τις συνομιλίες των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα.

Η εκλογή του θα μπορούσε να περιπλέξει την ανάπτυξη του αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος THAAD, το οποίο συμφώνησαν η προηγούμενη νοτιοκορεατική κυβέρνηση και ο στρατός των ΗΠΑ πέρυσι να αναπτύξουν στη Νότια Κορέα ως άμυνα απέναντι στους πυραύλους της Βόρειας Κορέας.

Ο Μουν, δικηγόρος ειδικευμένος στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πρώην ακτιβιστής φοιτητής, έχει πει πως η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να έχει τον τελευταίο λόγο για το αν θα αναπτυχθεί στο σύστημα.

Πολλοί συντηρητικοί ανησυχούν ότι θα επανέλθει στην πολιτική προηγούμενων φιλελεύθερων κυβερνήσεων, που προωθούσαν τις οικονομικές σχέσεις με τη Βόρεια Κορέα, πολιτική η οποία, όπως υποστηρίζουν, βοήθησε τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης όπλων, ενώ υπονομεύει τη συμμαχία με την Ουάσινγκτον που χαρακτηρίζουν πολύ πιο σημαντική.