Επιστροφή στις…Ρίζες!

Επιστροφή στις…Ρίζες!

Συνέντευξη στη Μαρία Θανοπούλου

Γεννήθηκε στη Σίνδο, μία κωμόπολη δίπλα στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Εφαρμοσμένη Πληροφορική στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας κι αφού περιπλανήθηκε για πέντε χρόνια σε διοικητικές θέσεις, το 2002 άρχισε να εργάζεται ως σύμβουλος μηχανογράφησης σε εταιρεία πληροφορικής. Το 2003 μετακόμισε στην Αθήνα για επαγγελματικούς λόγους του συζύγου της κι ενώ αρχικά τα σχέδια ήταν να μείνουν για μια πενταετία, η καθημερινότητα τους συνεπήρε...ώσπου ήρθε η ευλογημένη κρίση- όπως την αποκαλεί- και αφού ο σύζυγός της έχασε τη δουλειά του, το καλοκαίρι του 2011 βρέθηκαν στην Κοζάνη με όραμα να δημιουργήσουν τις "Ρίζες", ένα εργαστήριο στο οποίο θα παρασκευάζουν χειροποίητα, 100% φυσικά προϊόντα με αυστηρά επιλεγμένες πρώτες ύλες από τη Δυτική Μακεδονία. Η Ζωή Ναλμπάντη και ο Μανόλης Βασιλειάδης, λοιπόν, έκαναν το όνειρό τους πραγματικότητα και ξεκίνησαν το ταξίδι τους στις γεύσεις το καλοκαίρι του 2013. Σχεδόν ένα χρόνο μετά έχουν καταφέρει τα εδέσματα τους να ταξιδέψουν στο εξωτερικό ενώ τρία προϊόντα τους βραβεύτηκαν στα Great Taste Awards 2014, το μεγαλύτερο διεθνή διαγωνισμό γευσιγνωσίας. Η Ζωή Ναλμπάντη μιλά στο news.gr για τη μετάβαση από την Αθήνα στον Κρόκο Κοζάνης και δίνει συμβουλές σε όλους όσοι θέλουν να δημιουργήσουν στην επαρχία.

Πώς αποφασίσατε να δημιουργήσετε την εταιρεία "Ρίζες Ελληνικά Delicatessen";

Από πολύ μικρή απέκτησα πάθος με τη μαγειρική. Η συλλογή κι ανάγνωση συνταγών έγινε κι εξακολουθεί να είναι το πάθος μου. Από όταν γέννησα το πρώτο μου παιδί κι αναγκάστηκα να εγκαταλείψω για ένα μεγάλο διάστημα τη δουλειά μου για την ανατροφή του, άρχισε να με πολιορκεί η ιδέα να ασχοληθώ επαγγελματικά με το φαγητό. Όταν στο τέλος του 2010 ο σύζυγός μου έχασε τη δουλειά του στην Αθήνα όπου είχαμε μετακομίσει από το 2003 για δικούς του επαγγελματικούς λόγους, αντιμετωπίσαμε το δίλημμα πώς θα πορευθούμε πλέον στη ζωή μας. Διαπιστώσαμε, λοιπόν, πως είχαμε παρεκκλίνει εντελώς από τον αρχικό μας σκοπό που ήταν η παραμονή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στην Αθήνα ώσπου να συγκεντρώσουμε το απαραίτητο κεφάλαιο για να κάνουμε κάτι δικό μας επαγγελματικά. Έτσι χωρίς πολλή σκέψη αποφασίσαμε να την  εγκαταλείψουμε και να επιστρέψουμε στην Κοζάνη από όπου κατάγεται ο Μανόλης και να ασχοληθούμε επαγγελματικά με το φαγητό που κι εγώ ήθελα πολύ αλλά κι ο Μανόλης έχει ένα έμφυτο ταλέντο σ’ αυτό.

Ποια ήταν μέχρι τότε η επαγγελματική σας δραστηριότητα;

Κανείς από τους δυο δεν είχε σχέση επαγγελματική με το φαγητό. Ο Μανόλης ήταν εμπορικός διευθυντής σε μια τεχνική εταιρεία εκθεσιακών κατασκευών κι εγώ σύμβουλος μηχανογράφησης. Η σχέση μας με το φαγητό είναι θα έλεγα ερωτική. Μας αρέσει το καλό φαγητό κι έχουμε άποψη γι’ αυτό έχοντας δοκιμάσει πολλά πράγματα. Εγώ μετά μανίας διάβαζα κριτικές εστιατορίων και δε διστάζαμε να διασχίσουμε όλη την Αθήνα για να πάμε να φάμε κάπου γιατί διαβάσαμε ή ακούσαμε θετικές κριτικές.

Τι ακριβώς είναι οι Ρίζες; Τι προϊόντα έχετε και που μπορεί να τα βρει κανείς;

Οι "Ρίζες" είναι μια προέκταση της κουζίνας του σπιτιού μας. Είναι ο χώρος όπου παρασκευάζουμε χειροποίητα, 100% φυσικά προϊόντα με αυστηρά επιλεγμένες πρώτες ύλες κυρίως από τη Δυτική Μακεδονία. Ξεκινήσαμε με τρεις σειρές προϊόντων: τα αλείμματα πιπεριάς Φλωρίνης, μαρμελάδες χωρίς ζάχαρη με συμπυκνωμένο χυμό σταφυλιού και χαμηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα, εξ’ ου κι η ονομασία τους αλείμματα φρούτων κι όχι μαρμελάδες και έτοιμα γεύματα. Στη σειρά αυτή μέχρι στιγμής παράγουμε δύο γεύματα τηγανητών λαχανικών σε σάλτσα ντομάτας και είναι μια κατηγορία την οποία θέλουμε να εμπλουτίσουμε και να εκμεταλλευτούμε, τα εξαιρετικής ποιότητας και φήμης όσπρια που παράγονται στη Δυτική Μακεδονία. Τα προϊόντα μας υπάρχουν σε delicatessen καταστήματα κυρίως στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και δειλά δειλά ξεκινήσαμε και τις πρώτες μας αποστολές στο εξωτερικό.

Αποφασίσατε να κάνετε το επιχειρηματικό σας βήμα μέσα στην οικονομική κρίση. Δε φοβηθήκατε το ρίσκο;

Ευτυχώς όχι. Το δικό μας επαγγελματικό εγχείρημα υπήρχε πάντα ως στόχος και το αντιμετωπίσαμε λίγο το θέμα ως μονόδρομο. Ή θα παραμέναμε στην Αθήνα και θα αναζητούσαμε την τύχη μας ως υπάλληλοι εσαεί βολεμένοι σε ένα ωραίο σπίτι ροκανίζοντας τις αποταμιεύσεις μας ή θα τολμούσαμε να το επιχειρήσουμε αξιοποιώντας την αποζημίωση του συζύγου μου και το κεφάλαιο που είχαμε καταφέρει έως τότε να συγκεντρώσουμε. Και οι δυο είμαστε άνθρωποι που δε φοβούνται τις αλλαγές στη ζωή τους, ίσα ίσα τις επιδιώκουμε. Οπότε ούτε μια στιγμή δεν προτάθηκε από κανένα μας ο παραμικρός δισταγμός ή φόβος σχετικά με το εγχείρημα αυτό. Το αποφασίσαμε γρήγορα και πολύ σύντομα μηδενίσαμε τη ζωή μας και κάναμε επανεκκίνηση.

Πώς πήρατε την απόφαση να αφήσετε πίσω σας την πρωτεύουσα; Δε γινόταν να στήσετε εδώ την επιχείρηση σας;

Από τη στιγμή που αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε το δικό μας εργαστήριο τροφίμων ήταν δεδομένο πως αυτό δε θα γινόταν στην Αθήνα. Πιστεύουμε πως ένα εργαστήριο τροφίμων θα πρέπει να βρίσκεται στον τόπο όπου παράγονται οι πρώτες ύλες που μεταποιεί και για λόγους οικονομίας αλλά και γιατί θα πρέπει να υπάρχει η γνώση από πού και από ποιον προέρχεται το τρόφιμο που διαχειρίζεσαι κάθε φορά. Επίσης σ’ εμάς έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι στην Αθήνα δεν είχαμε κάποιον από την οικογένειά μας εκτός των φίλων που αποκτήσαμε βέβαια εκεί τόσα χρόνια κι έτσι δεν υπήρχε κάτι να μας δένει με την πόλη αυτή. Οπότε αναπόφευκτα θα επιστρέφαμε στις ρίζες μας. Αυτός ο συνειρμός μας οδήγησε άλλωστε στην επιλογή του ονόματος. Εγκατασταθήκαμε στον Κρόκο καθώς εδώ μένει η οικογένεια του Μανόλη και υπήρχε και σπίτι διαθέσιμο για να μείνουμε.

Πώς ήταν η μετάβαση από την Αθήνα στο χωριό Κρόκος;

Δε θα έλεγα πως αυτή η επιστροφή ήταν ανώδυνη παρόλο που ήταν μια συνειδητή επιλογή ζωής και δεν ελήφθη ελαφρά την καρδία. Επιπλέον επιστρέφαμε σε ένα γνώριμο μέρος. Ωστόσο όλα ήταν πλέον τόσο διαφορετικά. Φύγαμε από τα πατρικά μας στα 20 κι επιστρέψαμε στα 40. Δε νιώθαμε καμία νοσταλγία απεναντίας νιώσαμε όπως στην αρχή στην Αθήνα. Ξένοι. Στην πραγματικότητα εγώ ένιωθα σαν μετανάστης πάλι καθώς δεν κατάγομαι από την Κοζάνη οπότε δεν είχα και καμία ανάμνηση από το μέρος ούτε γνωστούς πλην της οικογένειας του Μανόλη. Αφ’ ότου προσαρμόστηκα και η καθημερινότητα βρήκε το βήμα της, διαπίστωσα τελικώς πως στην Αθήνα ενηλικιώθηκα καθώς εκεί απέκτησα σοβαρή επαγγελματική εμπειρία και το πρώτο μου παιδί. Εμπειρίες δηλαδή που αναπόφευκτα σε ωριμάζουν και σου δημιουργούν μια ρουτίνα που έπρεπε να ανατρέψω για να προσαρμοστώ σε νέα δεδομένα που καμία σχέση δεν είχαν με τις παλιές μου συνήθειες. Όλα πλέον ήταν διαφορετικά, ακόμη και η θέα από το παράθυρο. Από το απέραντο τσιμέντο πλέον βλέπαμε βουνά.  Επίσης είμαστε και οι δυο άνθρωποι της πόλης. Μας άρεσε η Αθήνα με όλα της τα καλά και τα κακά. Αν δεν ήμασταν προετοιμασμένοι και δεν είχαμε λάβει συνειδητά την απόφασή μας να επιστρέψουμε, νομίζω η φάση της προσαρμογής θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη.

Τι σας είπαν οι φίλοι και οι συγγενείς όταν τους ανακοινώσατε την απόφαση σας;

Στην αρχή κάποιοι δυσκολεύονταν να το πιστέψουν καθώς υποτίθεται πως θα μέναμε στην Αθήνα για 4 με 5 χρόνια κι εμείς μέχρι και οικόπεδο αγοράσαμε και χτίσαμε και σπίτι. Οπότε θεωρούσαν βέβαιο πως δε θα επιστρέφαμε ποτέ. "Επιτέλους" ήταν η λέξη που χρησιμοποίησαν στη συνέχεια όταν το συνειδητοποίησαν.

Το γεγονός ότι έχετε τρία παιδιά, τι ρόλο έπαιξε στην απόφασή σας;

Όταν αποφασίσαμε την επιστροφή μας είχαμε μόνο το πρώτο μας παιδί. Τα δίδυμα ήρθαν δύο χρόνια μετά την επιστροφή μας. Φυσικά για μένα η μητρότητα έπαιξε το βασικό ρόλο στη λήψη της απόφασης αυτής. Άλλωστε η πρόταση τέθηκε από μένα. Αφ’ ότου γέννησα το πρώτο μας παιδί ήθελα να φύγω από την Αθήνα, η οποία πλέον μόνο δυσκολίες μου πρόσφερε καθώς δεν είχα κάποιον δικό μου έστω να μοιραστώ κάποιες ώρες μαζί του. Από τα 12ωρα στους δρόμους για δουλειά βρέθηκα σε ένα σπίτι μόνη με ένα παιδί μην έχοντας κάποιον να ανταλλάξω μια κουβέντα. Η καθημερινότητά μου είχε ευθυγραμμιστεί στο τρίπτυχο σπίτι, Super Market, παιδική χαρά. Μόνες, εγώ και η Στέλλα η κόρη μου. Επίσης, ένιωθα πολύ άσχημα που το παιδί μεγάλωνε χωρίς παππούδες και ξαδέρφια. Έτσι από το 2009 που γέννησα την κόρη μου ήθελα να φύγω και το είχα προτείνει στο Μανόλη μερικές φορές μεταξύ σοβαρού κι αστείου.

Όταν δεν είσαστε στο εργαστήριο με τι ασχολείστε;

Προς το παρόν με τα δίδυμα που είναι τώρα 18 μηνών. Κι ό,τι ελεύθερο χρόνο έχω τον αφιερώνω σε θέματα της δουλειάς.

Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά του να ζει κάποιος στην επαρχία;

Στην επαρχία όλα είναι πιο εύκολα και πιο σύντομα. Ο κόσμος είναι φιλικός και χαλαρός και  το "δεν προλαβαίνω" μάλλον δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο. Στην άλλη όψη του νομίσματος κρύβεται η αδιακρισία των περίοικων ακόμη και των ξένων, που πηγάζει βέβαια στην αφέλεια και τον αυθορμητισμό τους που λείπει στον κόσμο της Αθήνας κυρίως καθώς η Θεσσαλονίκη είναι ακόμη ανθρώπινη. Οι μετακινήσεις είναι πολύ σύντομες, το 8ωρο στη δουλειά τηρείται αυστηρώς απ΄ό,τι έχω διαπιστώσει και όλοι έχουν ελεύθερο χρόνο. Δυστυχώς η επαρχία δεν προσφέρει τις επιλογές στην ψυχαγωγία που βρίσκεις στην Αθήνα. Προσωπικά μου λείπουν το θέατρο, οι μουσικές σκηνές και συναυλίες. Αφ΄ ότου επιστρέψαμε ελάχιστα πράγματα έχω δει κι αυτό μου στοιχίζει.

Αρκετός κόσμος σκέφτεται να αφήσει την πόλη λόγω της οικονομικής κρίσης. Εσείς που το κάνατε, τι έχετε να πείτε σε όλους όσοι ελπίζουν πως θα είναι καλύτερα τα πράγματα στην επαρχία; Είναι όντως πιο εύκολα; Υπάρχουν ευκαιρίες; Τι συμβουλή θα δίνατε;

Η επαρχία δεν είναι το Ελ Ντοράντο. Αν δε διαθέτει κάποιος ολοκληρωμένο επιχειρηματικό πλάνο και φυσικά πόρους για να το χρηματοδοτήσει, δεν υπάρχει και λόγος για να επιλέξει την επαρχία καθώς τα ποσοστά ανεργίας εκτός Αθηνών είναι δυσθεώρητα. Κάποτε κυκλοφορούσε το σλόγκαν "Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα". Δυστυχώς στην αγορά εργασίας αυτό δεν ισχύει ακόμη και σ’αυτούς τους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε. Η επαρχία είναι το αντίδοτο στην κρίση αν κάποιος σκοπεύει να ασχοληθεί με τον πρωτογενή τομέα ή τη μεταποίηση των προϊόντων αυτού καθώς η επαρχία αυτό έχει να προσφέρει. Γη. Τη δεδομένη χρονική στιγμή αυτό θεωρώ ως επαγγελματική ευκαιρία για οποιονδήποτε θέλει να ξεκινήσει κάτι επαγγελματικά εκτός Αθηνών…Ένα αντικειμενικό κριτήριο που μας οδήγησε στη λήψη της απόφασής μας να ασχοληθούμε με το τρόφιμο, πέρα φυσικά από το μεράκι μας γι’ αυτό, ήταν η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και κυρίως των αγροτικών προϊόντων καθώς πιστεύουμε πως ο τριτογενής τομέας θα χρειαστεί χρόνια για να ανακάμψει οικονομικά. Πιστεύω πως το τρόφιμο θα είναι πολύ σύντομα ένας δυναμικός παραγωγικός τομέας της ελληνικής οικονομίας και η ενασχόληση με αυτό είτε πρωτογενώς με την καλλιέργεια είτε μεταποιητικά έχουν πολλές προοπτικές εξέλιξης. Αν, λοιπόν, κάποιος θέλει να ασχοληθεί με αυτό τότε πρέπει να επιστρέψει στην επαρχία.

Τα προϊόντα σας βραβεύτηκαν στα Great Taste Awards. Πώς αισθανθήκατε για αυτό και τι σημαίνει για εσάς η βράβευση;

Πολύ μεγάλη χαρά αρχικά. Η βράβευση αυτή ήταν ουσιαστικά η δικαίωση και για την απόφασή μας αλλά και για τον κόπο που καταβάλλαμε για να επιτύχουμε το αποτέλεσμα αυτό καθώς είμαστε και οι δύο άσχετοι επαγγελματικά με το τρόφιμο οπότε οι δυσκολίες ήταν πολλές. Από την άλλη δε σας κρύβω πως μας έχει αγχώσει και μας έχει επιβάλλει ένα μέτρο σύγκρισης που πρέπει στο εξής να μην πέσουμε κάτω από αυτό έστω κι από αστοχία. Φέτος το 15% της παραγωγής μας το πετάξαμε καθώς δε μας ικανοποιούσε το γευστικό αποτέλεσμα.

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

Τα άμεσα μελλοντικά μας σχέδια αφορούν στην εδραίωση ενός καλού δικτύου σημείων πώλησης στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Επιθυμούμε το όνομα Ρίζες να ταυτιστεί με το ποιοτικό ελληνικό τρόφιμο και στην πορεία πιστεύω πως τα βαζάκια μας θα τον βρουν μόνα τους το δρόμο για τα ράφια των καταστημάτων εντός κι εκτός.