«Μόνον στην Ελλάδα έχουμε φετίχ με τα αεροπλάνα πυρόσβεσης»

«Μόνον στην Ελλάδα έχουμε φετίχ με τα αεροπλάνα πυρόσβεσης»

Ο ΓΓΠΠ μιλά για την μεγάλη φωτιά στην ανατολική Αττική και το σχεδιασμό για την προστασία των πολιτών από μεγάλες φυσικές καταστροφές

Ο Γενικός Γραμματέας Πολιτικής Προστασίας, Γιάννης Καπάκης, άνοιξε τις πόρτες της Γενικής Γραμματείας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, και μίλησε για στην τελευταία πυρκαγιά, στη βορειοανατολική Αττική και τα πύρινα μέτωπα όλης της χώρας αλλά και τις κατηγορίες που ακολούθησαν για τον χειρισμό της καταστροφής

Άνθρωπος της δράσης -συγκινείται, ωστόσο, όταν θυμάται την κοπέλα που την έβγαλαν ζωντανή από τα συντρίμμια του ξενοδοχείου στο Αίγιο, αλλά δεν τα κατάφερε τελικά- μα και στέλεχος με εξαιρετική θεωρητική κατάρτιση, που απέκτησε εδώ και στο εξωτερικό, ο Γιάννης Καπάκης μιλά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τον «εφιάλτη» που έζησε στη βορειοανατολική Αττική και πού κρίθηκε η έκβαση της «μάχης». Μιλά για τις πυρκαγιές εν γένει, τη συζήτηση που πρέπει να γίνει στη χώρα για την αντιμετώπισή τους, μια αντιμετώπιση που αρχίζει πολύ πριν εκδηλωθεί η φωτιά, όπως μας αναλύει. Μιλά και για το σχέδιό του, τη σύσταση Εθνικής Σχολής Πολιτικής Προστασίας.

Η πυρκαγιά στην Αττική

Η συζήτηση μαζί του ξεκινά από την πρόσφατη πυρκαγιά, που ξεκίνησε από τον Κάλαμο Αττικής: «Αυτή η πυρκαγιά ήταν μια μεσαία πυρκαγιά, με βάση την έκταση που τελικώς κάηκε, αλλά ήταν μια πολύ επικίνδυνη πυρκαγιά. Απειλούσε να γίνει μια μεγα-πυρκαγιά και κυρίως σε μια περιοχή που ζει ο μισός πληθυσμός της χώρας», λέει στο Πρακτορείο ο γ.γ. Πολιτικής Προστασίας.

Και εξηγεί γιατί η συγκεκριμένη φωτιά δεν ήταν δυνατόν να σβήσει άμεσα: Εκδηλώθηκε σε μια πλαγιά με κατεύθυνση προς την κορυφή της και με μεγάλη καύσιμη ύλη: «αυτό σημαίνει -εξηγεί- ότι τρέχει πολύ γρήγορα και το μήκος της φλόγας είναι μεγάλο. Ποτέ δεν μπαίνουν δυνάμεις της Πυροσβεστικής στο ανέβασμα, οι ζώνες γίνονται στην κορυφή της πλαγιάς», απαντά.

Όπως εξηγεί συγχρόνως και τη σύνθετη δυσκολία που είχαν να αντιμετωπίσουν οι δυνάμεις που επιχείρησαν στην Αττική: «Οι πυροσβέστες -μας λέει- ταυτόχρονα με το μέτωπο της φωτιάς, είχαν να προστατέψουν σπίτια που κινδύνευαν, την πίεση των κατοίκων, επίσης υποδομές, όπως τις τρεις παιδικές κατασκηνώσεις. Αυτό συνεπάγεται απόσπαση της Πυροσβεστικής από το κύριο έργο της, διασπορά των δυνάμεων κατάσβεσης».

Αποκαλύπτει και τον «εφιάλτη», όπως ο ίδιος τον ονομάζει, με τον οποίο ήλθε αντιμέτωπος επί τριήμερο: «Να μην πάει η πυρκαγιά στην Πάρνηθα. Από την αρχή είχαμε στο μυαλό μας αυτό το ενδεχόμενο και είχαμε διάφορα επίπεδα κλιμάκωσης για το πώς θα μπορέσουμε να περιορίσουμε αυτό το ενδεχόμενο, γραμμές άμυνας με άλλα λόγια».

Ενώ αποκαλύπτει και πού εν τέλει κρίθηκε η έκβαση της επιχείρησης: «Οι πυροσβέστες ξεπέρασαν τον εαυτό της, τους οφείλουμε πολλά, ξεπέρασαν το καλώς εννοούμενο καθήκον, κατάφεραν να σβήσουν μια πυρκαγιά που δεν ξέρω αν στην Αμερική ή την Αυστραλία θα την σταματούσαν εκεί … Μπήκαν σε χαράδρες, ρισκάρισαν και τη ζωή τους προκειμένου να σβήσουν την πυρκαγιά. Υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι σε μια χαράδρα, επί παραδείγματι με μια αλλαγή του ανέμου. Είναι άξιοι συγχαρητηρίων και το λέω εγώ, που είμαι πυροσβέστης. Όταν είδα από το ελικόπτερο, πού έκοψαν την πυρκαγιά…».

Η αντιμετώπιση των πυρκαγιών ξεκινά πριν την εκδήλωσή τους

Σύμφωνα με το συνομιλητή μας, η αντιμετώπιση των πυρκαγιών απαιτεί «ολική προσέγγιση», κατά συνέπεια «πρέπει να δούμε την πλευρά της πρόληψης, να δούμε το θέμα της καύσιμης ύλης (σ.σ. ό,τι εύφλεκτο μπορεί να βρει στο πέρασμά της η φωτιά)». Και πρώτα, μια κρίσιμη διαπίστωση: «Ως το 1970 δεν είχαμε καμία πυρκαγιά που να έχει κάψει πάνω από 100.000 στρέμματα. Από τα στατιστικά στοιχεία ήταν συνήθως στα 20- 30.000 στρέμματα, ακόμη και χωρίς να παρέμβει κανένα ανθρώπινο χέρι. Ξεκινούσε από ένα ορεινό όγκο, εκεί που ήταν πυκνή βλάστηση, έμπαινε σε καλλιεργημένα χωράφια και συνήθως έσβηνε μόνη της η πυρκαγιά. Τότε δεν υπήρχε καύσιμη ύλη».

Και συνεχίζει: «Τώρα αυτό δεν συμβαίνει. Το ότι είχαμε στην Ηλεία το 2007 τρεις μεγα-πυρκαγιές έκτασης 450.000 στρεμμάτων, δεν είχε συμβεί ποτέ πριν».

Γιατί συνέβη αυτό στην Ηλεία;, τον ρωτήσαμε. «Έφευγε η φωτιά από τον έναν ορεινό όγκο, πήγαινε στα χωράφια που δεν είχαν καθαριστεί, συνέχιζε η φωτιά και έμπαινε στον επόμενο ορεινό όγκο». Επιπλέον, εκεί χάθηκε ο έλεγχος της κατάστασης, γιατί, «υπό την πίεση της κοινής γνώμης, επικεντρώθηκαν οι δυνάμεις στη μεγαλύτερη πυρκαγιά», θυμάται.

 Η εγκατάλειψη της υπαίθρου είναι ο «εμπρηστής»

Και στο σημείο αυτό υπεισέρχονται στη συζήτηση οι νέες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες: «Κάποτε τα σπίτια ήταν το ένα δίπλα στο άλλο, ο πληθυσμός ήταν αγροτικός αλλά περνούσε η φωτιά μέσα από τον οικισμό χωρίς να κάψει κάτι και συνέχιζε την καταστροφική της πορεία. Τώρα άλλαξαν οι συνθήκες», σημειώνει μιλώντας στο Πρακτορείο ο γ.γ. Πολιτικής Προστασίας.

Κατά την άποψή του, «αυτό που κάνει τις πυρκαγιές να καίνε με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία χρόνια, είναι η συσσώρευση τεράστιας καύσιμης ύλης στο ελληνικό περιβάλλον. Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: στην εγκατάλειψη της υπαίθρου και στην αλλαγή των κοινωνικο-οικονομικών δραστηριοτήτων. Λόγω της συσσώρευσης στα αστικά κέντρα, εγκαταλείφθηκαν πολλές περιοχές της χώρας».

Μάλιστα, «η συζήτηση για την καύσιμη ύλη γίνεται στην Αυστραλία, την Αμερική κ.α. Να αρχίσουμε και εμείς να μιλάμε για προδιαγεγραμμένη αφαίρεση καύσιμης ύλης. Αυτό, δηλαδή, που κάποτε έκαναν οι παππούδες μας, που έπαιρναν ξύλα για φαγητό και θέρμανση, ενώ υπήρχαν και οι υλοτόμοι. Τώρα πρέπει να πληρώνουμε για να γίνεται κάτι που κάποτε γινόταν δωρεάν». Συμπέρασμα; «Σήμερα σβήνουμε τις πυρκαγιές που κάποτε έσβηναν μόνες τους.

Συνομιλώντας με τον Γιάννη Καπάκη, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η αντιμετώπιση μιας πυρκαγιάς είναι πολύ σύνθετο ζήτημα. Φροντίζει, άλλωστε, να καταρρίψει σειρά μύθων, όπως: «Οι αντιπυρικές ζώνες δεν αποτελούν πανάκεια. Όπως τρέχει η πυρκαγιά μπορεί να πεταχτούν εστίες σε απόσταση ακόμη και ενός χιλιομέτρου. Γι’ αυτό και στη στρατηγική σου αυτό που κοιτάς είναι να μην υπάρχουν νέες πυρκαγιές».

Μόνο στην Ελλάδα τα αεροπλάνα είναι φετίχ

Μιλά και για τα εναέρια μέσα: «Το φαινόμενο είναι πολύ-παραμετρικό και πρέπει να κάτσουμε όλοι μαζί να το συζητήσουμε, δεν είναι … αεροπλανάκια μόνο η συζήτηση. Καλά τα αεροπλανάκια αλλά για πολύ συγκεκριμένο λόγο, σε μια στοχευμένη και συνδυασμένη προσέγγιση. Σε αυτήν εδώ τη χώρα το αεροπλάνο είναι φετίχ, αντιμετωπίζεται ως πανάκεια. Τα εναέρια μέσα είναι πιο σημαντικά στην έναρξη των πυρκαγιών παρά στο να κόψεις ένα υπαρκτό μέτωπο. Υπάρχουν πυρκαγιές, π.χ. σε ένα παλαιό, γερασμένο δάσος που δεν καταλαβαίνουν τίποτε. Έχουμε το παράδειγμα της Ρόδου όπου επιχειρούσαν 15 αεροσκάφη και δεν σταματούσε με τίποτε».

Συμπερασματικώς, σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι «όλες οι πυρκαγιές μπορούν να σβήνονται στο αρχικό τους στάδιο -και άρα δεν χρειάζονται μέτρα πρόληψης-, τους απαντώ αυτό δεν μπορεί να γίνει».

 Εκπαίδευση και Πολιτική Προστασία

Μεγάλο «στοίχημα» για αυτόν, η Εθνική Σχολή Πολιτικής Προστασίας, που είναι υπό νομοθέτηση, κατ’ αντιστοιχία προς τη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, όπως αναφέρει μιλώντας στο Πρακτορείο.

«Όταν μιλάμε για έκτακτες ανάγκες το μυαλό μας πάει στην Πυροσβεστική, αλλά η Πυροσβεστική είναι στη μία φάση της καταστροφής. Η συνολική φάση, οριζόντια, ξεκινά από την πρόληψη, την προετοιμασία, την αντιμετώπιση -εδώ είναι το μεγάλο κομμάτι της Πυροσβεστικής-, μετά, τη διαχείριση των συνεπειών της καταστροφής και τέλος, την αποκατάσταση –και αυτός ο κύκλος συνεχίζεται και διαπερνά όλο το κράτος. Όταν μιλάμε για Πολιτική Προστασία δεν εννοούμε να εκπαιδεύσουμε έναν πυροσβέστη. Θέλουμε να εκπαιδεύσουμε τα στελέχη της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, αλλά και του ιδιωτικού τομέα. Να παρακολουθήσουν εκπαιδευτικά προγράμματα έτσι ώστε να φθάσουμε στο σημείο της συναντίληψης, να μιλάμε την ίδια γλώσσα και αφού συνεννοηθούμε, θα πάμε στον κοινό σχεδιασμό».

Οι Έλληνες υπερτερούν την ώρα της καταστροφής, υστερούν στο πριν και το μετά

Ο συνομιλητής μας είναι από το 2002 εμπειρογνώμων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας, έχει συμμετάσχει σε επιχειρήσεις σε Αμερική και Αυστραλία. Με βάση την εμπειρία του, τον ρωτήσαμε πού υπερτερούν και πού υστερούν οι Έλληνες στην αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών.

«Υπερτερούμε στο ότι εμείς, και ως λαός, δίνουμε πολλή μεγάλη σημασία την ώρα που μας συμβαίνει κάτι. Και, μιλώντας για τις υπηρεσίες εκτάκτων αναγκών, είμαστε πάρα πολύ καλοί, τρέχουμε αμέσως, ξεπερνάμε τον εαυτό μας, κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν εκείνη την ώρα για να αντιμετωπίσουμε το όποιο, μικρό ή μεγάλο, περιστατικό. Συνήθως εκεί που υστερούμε, είναι στις διαδικασίες –διαλειτουργικότητα –συλλογικό σχεδιασμό. Εκεί έχουμε τεράστιο πρόβλημα και για αυτό παλεύουμε. Στο πριν και μετά το περιστατικό».

Με αυτό το δεδομένο, ο Γιάννης Καπάκης έχει βάλει στόχο την αναδιοργάνωση της Πολιτικής Προστασίας: «επιδιώκουμε να αναπτύξουμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης εκτάκτων αναγκών, που να απαντά ποιος κάνει τι, πότε κ.ο.κ., ο καθένας να ξέρει τους ρόλους του από πριν και σε μια περίπτωση έκτακτης ανάγκης να υπάρχει εκείνο το σύστημα διοίκησης, που ο καθένας θα έχει προετοιμασθεί από πριν για το τι θα κάνει».